Όνειρο
Ήθελε ακόμα για να ξημερώσει. Ο χειμώνας βαρύς. Ανέβαινα απ’ τη δημοσιά, ένα κακοτράχαλο χωματόδρομο που και τ’ αυτοκίνητα ακόμα θα ήθελαν να τον αποφύγουν. Στην Καρυά, ο δρόμος τέλειωνε κι άρχιζε μονοπάτι. Απόρησα γιατί, υπήρχε ασφαλτοστρωμένος δρόμος μέχρι τον Αη Γιώργη από χρόνια. Μόνο όταν ήμουνα παιδάκι και μ’ έφερνε το λεωφορείο του Αλέκου απ’ την Άρτα, τερμάτιζε εδώ. Από κει και πάνω δρόμος, τι δρόμος δηλαδή, σοκάκι, μόνο για τα ζωντανά και για γερά πόδια.
Με περίμενες με το γομάρι τότε, έδενες τη μικρή καρό βαλιτσούλα μου στ’ αριστερά στο σαμάρι, μ’ ανέβαζες πανωσάμαρο κι εσύ από δίπλα ποδαρόδρομο μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι. Δυο τσιγάρα δρόμος.
Με περίμενες με το γομάρι τότε, έδενες τη μικρή καρό βαλιτσούλα μου στ’ αριστερά στο σαμάρι, μ’ ανέβαζες πανωσάμαρο κι εσύ από δίπλα ποδαρόδρομο μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι. Δυο τσιγάρα δρόμος.
Αυτά σκεφτόμουν καθώς ανέβαινα τα πέτρινα σκαλοπάτια που έβγαζαν στην πλατεία. Οι πόρτες των μαγαζιών κλειστές. Η σιδερένια πόρτα τ’ Αη Νικόλα κλειδωμένη κι αυτή, λες και από κάτι είχε να φοβηθεί ο άγιος… Πάνω στα λίγα τραπέζια των καφενείων της πλατείας, οι καρέκλες αφημένες τ’ απίστομα. Ερημιά μαύρη και παγωνιά. Ο γιαννιώτης σήκωνε τα φύλλα γύρω απ’ το γερο πλάτανο και τα ‘στρωνε σ’ ένα κυκλικό χορό χωρίς αρχή και τέλος. Από την πέτρινη βρύση δεν έτρεχε στάλα νερό. Τέτοια εποχή…
Άφησα την πλατεία πίσω μου. Πέρασα έξω απ’ του Μπλέτσου, σκοτεινά. Στου Πουρναρά το ίδιο, και στου Μπέσου. Παγωμένη η νύχτα, σφαλισμένα τα παντζούρια, τα μπουχαριά δίχως καπνό. Στην άκρη του δρόμου το νερό στριμωγμένο στο τσιμεντένιο αυλάκι, ακολουθούσε μια ξέφρενη πορεία προς την αυλή του μυλωνά. Μπόρεσα να διακρίνω στο λιγοστό φως που σκόρπιζαν οι κολώνες του δρόμου, την αντάρα που σκέπαζε απέναντι τη Ρουπακιά και κατέβαινε προς τη Γκούρα. Φουσκωμένη αυτή, από μεγάλες κατεβασιές νερού, βιάζονταν να συναντήσει τον Άραχθο.
Μετά τη στροφή του Μπράνα, πάγωσα. Δεν ήταν απ’ το κρύο. Το δίπατο πέτρινο σπίτι στέκονταν πάλι εκεί, όπως παλιά, στην άκρη του μονοπατιού. Ένα αχνό φως έφεγγε στο παραθύρι που, δεν ξέρω γιατί, δεν είχε πατζούρι. Όλα τα παράθυρα δεν είχαν πατζούρια. Ανέβασα το βλέμμα μου στο μπουχαρή. Κάπνιζε. Τα πόδια μου άρχισαν να κινούνται χωρίς να περιμένουν τις σκέψεις. Άνοιξα τη λυσιά, δρασκέλισα την αυλή και ζύγωσα τ’ αφτί στην πόρτα. Άρχισε να πέφτει ένα ψιλόβροχο που πήγαινε να γίνει χιόνι, άλλαζε γνώμη για λίγο και γίνονταν πάλι ψιλόβροχο. Ακούγονταν μόνο η φουσκωμένη Γκούρα και οι σταγόνες της βροχής. Ζύγωσα στο παραθύρι κι έσκυψα προς το τραβηγμένο πλεχτό κουρτινάκι που άφηνε να φανεί το εσωτερικό του σπιτιού.
Λες και μια αόρατη δύναμη να μου ΄δωσε μια στην πλάτη κι έσπρωξα τη μισάνοιχτη πόρτα. Στάθηκα στο φαρδύ διάδρομο. Στ’ αριστερά το «καλοκαιρινό» με την πόρτα ανοιχτή. Μπροστά η σάλα, το μικρό, στενό, «δικό» μου δωμάτιο. Πόσα καλοκαίρια πέρασα εδώ μέσα. Πόσα ήταν αυτά που ονειρεύτηκα, πόσα βιβλία διάβασα, σε πόσους τόπους κι εποχές μακρινές κι αδιάβατες ταξίδεψα... Είναι ακόμα εδώ το στενό ξύλινο κρεβάτι με το αχυρένιο στρώμα, δίπλα στον αδειανό πια γίκο. Οι τσατμάδες χάσκουν μέσα από τους πεσμένους σοβάδες. Η κλεισούρα έντονη, απλώνεται παντού, ποτίζει τις αισθήσεις.
«Κλείσε, κάνει κρύο».
Έσπρωξα την εξώπορτα χωρίς να κλείσει και γύρισα προς τον οντά. Μα, πέρασαν τόσα χρόνια, που… Εσύ! Δίπλα στη γωνιά, ένα κουβαράκι, εσύ, και πάνω στο κόκκινο σάισμα μπροστά στα πόδια σου, το μικρό ξύλινο σκαμνάκι που, σε θυμάμαι, ακουμπούσες κι έκοβες τον καπνό. Στο ένα χέρι κρατούσες τα καπνόφυλλα σφιχτά και στ’ άλλο το μαχαίρι με την κυρτή λάμα. Δε σήκωσες το βλέμμα σου απ’ το μαχαίρι. Ακούμπαγες τα φύλλα στο σκαμνάκι κι ύστερα το πίεζες πάνω τους και τα ψιλόκοβες πάνω στο ξύλο. Ψιλές ψιλές κοψιές, όλες ίδιες, σα να έκοβε μηχανή. Μια γλυκιά μυρωδιά έφευγε απ’ τα κομμένα φύλλα κι ανακατεύονταν με τον καπνό της φωτιάς που δραπέτευε απ’ τη γωνιά. Όταν φύσαγε γιαννιώτης, κάπνιζε η γωνιά.
«Βάλ’ τα τσιπράκια, να το ποτήρι σου εκεί είναι, σε περιμένει. Βάλε και σε μένα».
Περπάτησα πάνω στα παλιά ξύλινα σανίδια του πατώματος που έτριζαν κάτω απ’ τα βήματά μου. Πρόλαβα να διακρίνω τα κενά που είχε ανοίξει ανάμεσά τους ο χρόνος. Ήταν μεγάλα, σαν τα κενά που ανοίγει μέσα μας η απουσία των αγαπημένων προσώπων. Γέμισα τα ρακοπότηρα και τότε σήκωσες τα μάτια σου απ’ τη γωνιά για πρώτη φορά και με κοίταξες. Έσπρωξες τον κομμένο καπνό μέσα στη δερμάτινη καφέ καπνοσακούλα και σκούπισες με το χέρι το σκαμνάκι.
Έβγαλες τα ψιλά ροζ χαρτάκια, απ’ τη μικρή θήκη της καπνοσακούλας. Τράβηξες ένα κι έστριψες «μια τσγάρα», για μένα. Δίσταζα. Πολλά τα χρόνια που πέρασαν απ’ όταν κάπνισα για τελευταία φορά. Χαμογέλασες, με κείνη τη σιγουριά του μεγαλύτερου, όταν ξέρει την αλήθεια που μάταια προσπαθεί να του κρύψει ένα παιδί. Το γέλιο σου…
«Αϊ …κακή σου ημέρα …δεν το καταλάβαινα λες όταν τα ’στριβες κρυφά;»
Το ‘ξερες! Τα ζεστά μεσημέρια όταν ξάπλωνες για μια ωρίτσα να ξεκουραστείς, άνοιγα σιγά την πόρτα της σάλας, έμπαινα σαν ένας μικρός κλέφτης στο δωμάτιο, έπαιρνα την καφέ καπνοσακούλα με τα ροζ χαρτάκια και κακόστριβα ένα. Το σάλιωνα, πάλευα κάμποση ώρα με το τσακμάκι, έσβηνε και πάλι από την αρχή. Ποτέ δεν μου ‘πες ότι το ‘ξερες. Μου έλεγες μόνο πως το κάπνισμα είναι κακό πράμα.
Αδειάσαμε τα ρακοπότηρα. Άναψες το τσακμάκι και το ‘φερες κοντά μου. Τράβηξα λαίμαργα μεγάλες ρουφηξιές καπνού. Σε κοίταζα. Δε σε χόρταινα. Η βροχή δυνάμωσε. Ο ρυθμικός ήχος από τα τσίγκια του στέγαστρου που κάλυπτε την είσοδο του σπιτιού, πέρναγε μέσα στο σπίτι απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα και μεγάλωνε τα κενά που μου προκαλούσε η αμηχανία.
Σε παρατηρούσα πως σύμπαγες τη φωτιά, τα κούτσουρα που τριζοβολούσαν στη γωνιά, με τη μακριά μασιά. Το φως απ’ τ’ αναμμένα κάρβουνα, κοκκίνιζε το αδύνατο πρόσωπό σου κι έκανε τα μάτια σου να γυαλίζουν. Έβγαλες τη μαύρη τραγιάσκα, αυτή που κάποτε μου ‘λεγες πως είναι σαν του Βλαδίμηρου, την ακούμπησες στο πάτωμα δίπλα στη γωνιά κι έτριψες το κεφάλι.
«Άλλαξαν πολλά απ’ όταν έφυγα».
Έσκυψες το κεφάλι για λίγο, πήρες την τραγιάσκα και τη φόρεσες. Άρχισες να μου μιλάς, τόσο, που χάθηκε ο χρόνος, χάθηκαν όλα τριγύρω. Έμεινε μόνο η αναμμένη γωνιά, εσύ κι εγώ. Και μου ΄λεγες για τα παλιά χρόνια, τότε που η γη ήταν αφιλόξενη. Οι πλαγιές του βουνού απότομες, το χώμα λιγοστό. Κάρφωνες τον κασμά και χτύπαγε πέτρα. Σκάβατε τη γη με τα τσαπιά και τις αξίνες, γυρίσατε τις πλαγιές τ’ ανάποδα, και χτίσατε ξερολιθιές, ατέλειωτα μέτρα ξερολιθιές, να κρατούν τα χώματα. Και φτιάξατε χωραφάκια.
«Πέτρα, πέτρα, πέτρα. Χόρτασε το τομάρι μας δουλειά. Να τη βγάλεις, να την κόψεις, να τη βάλεις τη μια πάνω στην άλλη, μοναχός. Δουλειά από ήλιο σε φεγγάρι. Για να μερέψει τούτη η γη, να δώσει καρπό, την ποτίσαμε με πολύ ιδρώτα».
Η γη γέννησε, ο καρπός λιγοστός, τα στόματα πολλά. Πήρες την απόφαση να φύγεις με τα μπουλούκια. Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία, Πελοπόννησος. Τα σπίτια που ‘χτισες, μετανάστης στον τόπο σου. Μήνες φευγάτος απ’ το χωριό και η Κωστάντω πίσω μοναχή, να περιμένει και να παλεύει με τα χωράφια, τα ζωντανά, με πέντε παιδιά. Φτώχεια, φτώχεια, φτώχεια.
Και ήρθε ο πόλεμος παππού, κι έφυγες για την Αλβανία. Κι εκεί, στέρηση, πόνος, κακουχίες, μα για την πατρίδα εσύ έδινες και τη ζωή σου. Δε σου ‘λαχε. Γύρισες πίσω, νικητής. Δεν πρόλαβες ν’ αφήσεις το τουφέκι κι ήρθε άλλος εχθρός, δυνατότερος απ’ τον πρώτο. Αυτός φάνταζε ανίκητος, έσκιαζε όλους τους λαούς. Βγήκες στο βουνό να τον πολεμήσεις. Στάθηκες όρθιος, πάλεψες σαν λιοντάρι. Τον έδιωχνες παππού κι έκανες σχέδια. Να χτίσεις μια νέα κοινωνία. Που στο τέλειωμα της μέρας, όταν κουρασμένος θ’ άπλωνες τα πόδια σου στο ξύλινο σκαμνάκι και θα ‘φερνες στα χείλη μια στάλα τσίπουρο, θα χαιρόσουν τον ήλιο που θα ‘γερνε πίσω από τις κορφές των βουνών και θα ‘κανες σχέδια για τα παιδιά και τα εγγόνια σου, με την ικανοποίηση του ζευγά που ξέρει πως θα καρπίσουν τα κόπια του.
Δεν τα υπολόγισες όμως καλά, παππού. Οι εχθροί δεν είχαν τελειωμό. Μπροστά σου είχες έναν ακόμα, χειρότερο απ’ όλους τους άλλους. Τον αδελφό, το γείτονα, το φίλο. Δεν μίλαγες ποτέ γι αυτά, ας σε ρωτούσα. Μόνο χαμήλωνες τα μάτια κι άρχιζες να μου μιλάς για το μετά, γι’ αυτά που θα ‘ρθουν. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί χαμήλωνες τα μάτια παππού. Μια πληγή κουβάλαγες μέσα σου όλα αυτά τα χρόνια. Από πού ξεκίνησε και πως τέλειωσε αυτός ο αγώνας. Πόσα αγόρια και κορίτσια έμειναν για πάντα πάνω στις κορφές των περήφανων ηπειρώτικων βουνών. Το ζεστό αίμα τους πότισε τα ελάτια που θέριεψαν κι άπλωσαν τα κλαριά τους προστατευτικά φτιάχνοντας ίσκιο, να τα δροσίζουν απ’ την κάψα του καλοκαιριού. Τα ’βαλες με τους λύκους παππού. Ντόπιους και ξένους.
Γέμισες πάλι τη βαλίτσα. Κύθηρα, Ανάφη, Μακρονήσι. Αυτή τη φορά δεν ήταν για το μεροκάματο. Σ’ ένα πόλεμο που ο νικητής τα ’παιρνε όλα έπρεπε ο χαμένος να ξεφτιλιστεί, να νοιώσει ένα τίποτα. Το κορμί σου άντεξε παππού, στάθηκες όρθιος, πιστός, δε λύγισες. Και τα ταξίδια τέλειωσαν. Γύρισες πίσω και πάλι απ’ την αρχή, στο ‘να χέρι το μυστρί και στ’ άλλο η τσάπα. Και πάλι αγώνας, και πάλι ιδρώτας, και πάλι όνειρα, και πάντα ένα γιατί…
Η βροχή δυνάμωσε. Πέρασε μέσα από τις μαυρισμένες πέτρινες πλάκες της σκεπής, κύλησε στο ξύλινο ταβάνι. Άρχισαν να στάζουν στο πάτωμα οι πρώτες στάλες. Σε κοίταζα έτσι μαζεμένο δίπλα στη γωνιά να σκαλίζεις τη φωτιά που αργοπέθαινε. Ένα μικροκαμωμένο γέρικο σημαδεμένο κορμί που έκρυβε μέσα του τόση έρημο, τόση φλόγα, τόση δίψα. Ο αέρας δυνάμωσε. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα κάνοντας ένα θόρυβο σαν κραυγή. Οι λίγες στάλες έγιναν τώρα μικρά ρυάκια που ξέπλεναν το δωμάτιο από πόνους, φόβο, ενοχές. Έμειναν μόνο η οργή και η πίστη δίπλα στη γωνιά με τη φωτιά που πάλευε να μείνει ζωντανή, με τέλος προδιαγεγραμμένο. Όλα κάποτε πεθαίνουν.
Το νερό χτύπαγε δυνατά στις πλάκες, στο πάτωμα, στους τοίχους, στα σώματά μας. Και τότε, από μακριά ακούστηκε ο λυγμός ενός κλαρίνου. Τον πήρε ο αέρας και τον έφερε σιγά-σιγά και τον έμπασε στο δωμάτιο, κι αυτός έσμιξε με τους ήχους της βροχής και τους χτύπους της καρδιάς, κι οι νότες πήραν χρώμα. Κόκκινο. Άπλωσα το χέρι να σε ακουμπήσω. Ήθελα να σε πάρω στην αγκαλιά μου, να σου φιλήσω τα χέρια, να μεταλάβω δύναμη και θάρρος. Να γυρίσω το χρόνο πίσω, να μη σ’ αφήσω να χαθείς ξανά.
Έριξες το πανωφόρι στην πλάτη γυρνώντας προς το μέρος μου. Το πρόσωπό σου ήταν βρεγμένο.
«Μη σκύψεις το κεφάλι, θα σ’ το πάρουν τα σκυλιά… Μην τους κάνεις τη χάρη... Στάσου όρθιος, δυνατός, περήφανος όπως αυτός που κουβαλάει το δίκιο... Πείσμωσε πιότερο, γίνε βράχος, ατσάλι... Μη λυγίσεις... Μην κάνετε τα λάθη τα δικά μας...»
Βγήκες απ’ την πόρτα και χάθηκες στη βροχή, χωρίς ποτέ να καταλάβω αν τα μάτια σου έσταζαν απ’ τη βροχή ή απ’ τα δάκρυα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου