Η ελληνική ουτοπία.
Η
Ελλάδα είναι μια χώρα αγροτική. Μια χώρα, όμως, που επιμένει πεισματικά
να αγνοεί ότι είναι αγροτική. Ο πλούτος της είναι οι επαρχίες της.
Μεταπολεμικά και κυρίως μεταπολιτευτικά, αυτός ο πλούτος όχι μόνο περιφρονήθηκε, αλλά και απαξιώθηκε από μιαν ανέντιμη πολιτικά κι ανεπαρκή διανοητικά ηγεσία. Αυτή η ηγεσία παρήγαγε συστηματικά γραφειοκρατίες, για να συντηρηθεί αλλά όχι πολιτική. Αυτή η ηγεσία ξερίζωσε από τις ελληνικές επαρχίες τους νέους, για να τους κάνει χαρτογιακάδες και σερβιτόρους. Οι καλύτεροι, μάλλον, έφυγαν για τα ξένα, αρνούμενοι να μαγαρίσουν το ψωμί τους, φιλώντας –κατά τα κομματικά ειωθότα- κατουρημένες τους ποδιές.
Όσοι ξεμείναμε εδώ, καταδικαστήκαμε να κουτουλάμε στα...ντουβάρια, με τα οποία τσιμεντώσαμε την Πατρίδα και χτίσαμε την αυθαίρετο μητρυίδα. Αυτός είναι ο πολιτισμός μας, το μπετόν αρμέ.
Διότι έτσι διακονήθηκε ο «εκσυγχρονισμός» στην χώρα μας. Από αεριτζήδες κι εργολάβους. Με μεσάζοντες και μίζες. Αισθητικό πρότυπό μας έγινε αντιπαροχή κι οικονομικό μας πρότυπο η λοβιτούρα.
Συνδέθηκε η ανάπτυξη με την κατανάλωση. Με τις εξατμίσεις και τα κλιματιστικά. Κλινέξ, λαστέξ, στωματέξ, ελλαδέξ...!
Η ύπαιθρος χώρα έγινε μια έρημη χώρα. Μια χώρα, που στην πραγματικότητα ποτέ δεν ενσωματώθηκε στο κράτος – πρωτεύουσα. Αλλά όσους έμειναν εκτός της αθηναϊκής χωματερής τους εκμαυλίσαμε, εθίζοντάς τους στην επιδότηση της αεργίας τους με τα ψιχία των «πακέτων» μας. Τους κάναμε συνενόχους και συμμετόχους στις αποκεντρωμένες αστικές κομπίνες μας. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα το δομημένο περιβάλλον της περιφέρειας συναγωνίζεται με αξιώσεις τις χειρότερες συνοικίες της πρωτεύουσας.
Για χρόνια επενδύαμε –τρόπος του λέγειν επενδύαμε- στον τουρισμό. Στην ουσία όμως απαξιώναμε κι εδώ το ίδιο το προϊόν κάνοντας αρπαχτές. Γι’ αυτό κι έχουμε μια χώρα με ασύγκριτα τουριστικά πλεονεκτήματα, χωρίς τουρισμό πόλης και με εποχικούς επισκέπτες. Μια χώρα που η φιλοδοξία της σταμάτησε στα «ρουμς του λετ», δυο μήνες τον χρόνο. Τους υπόλοιπους δέκα, πίναμε φραπέδες περιμένοντας την επόμενη σεζόν αλλά δεν υπολογίσαμε ότι για τα τουριστικά θελήματα θα μας προέκυπταν –όπως και μας προέκυψαν- οικονομικότεροι μπακαλόγατοι.
Το τελειωτικό χτύπημα σε αυτό το μοντέλο υπανάπτυξης, το έδωσε ο ίδιος ο «εκσυγχρονισμός». Γίναμε εν μια νυκτί τζογαδόροι στο Χρηματιστήριο. Δεν χρειαζόταν πλέον να δουλεύουμε καθόλου. Ο «Ντάουν Τζόουνς» να ’ναι καλά. Μόνο που εμείς τον συναντήσαμε στα τελευταία του και μαζί μ’ αυτόν ψόφησε κι η γελάδα που μας μοσχοανάθρεψε. Είχαμε ξεμάθει την δουλειά και, πριν το ρίξουμε στην επαιτεία, το ρίξαμε στα δάνεια. Δάνειο για το σπίτι, για το αυτοκίνητο, για την επισκευή του εξοχικού, για τις γιορτές, για τις διακοπές. Ζωή σε δόσεις αλλά με χαμηλό επιτόκιο.
Αλλά επειδή κανείς δεν μακροημερεύει με δανεικά και φιλοδωρήματα, χρειάζεται να επιστρέψουμε ακριβώς εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε. Στην [υποθηκευμένη] γη μας, δηλαδή, η οποία παρά την εγκατάλειψη και την κακοποίηση, παραμένει, υπό προϋποθέσεις, πλούσια όχι μόνο ιστορικά αλλά και παραγωγικά.
Ο ιστορικός πλούτος της ελληνικής επαρχίας είναι πλούτος φορτισμένος με πυκνά νοήματα, αρχαία και σύγχρονα. Όσα μάλιστα γλίτωσαν από την προσοχή μας, παρουσιάζουν ακόμη αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό ενδιαφέρον.
Ο παραγωγικός πλούτος των ελληνικών περιφερειών είναι –όχι βεβαίως στην έκταση που ήταν- πλούτος διατροφικός και βιοτεχνικός. Κρασί, λάδι, μέλι, τυριά, αλλαντικά, σιτάρι, σύκα σταφίδες, υφαντά, αργυροχρυσοχοΐα, κεραμική. Πρόκειται για έναν λησμονημένο αλλά υπαρκτό πλούτο, τον οποίο δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι μπορούμε ακόμη και σήμερα να τον εκτιμήσουμε.
Ένας πολιτισμός όμως δεν αξιολογείται ούτε από τους περιοδεύοντας θιάσους, ούτε από τα κρατικοδίαιτα Μέγαρα Μουσικής των Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου. Ένας πολιτισμός αξιολογείται από την ίδια την καθημερινότητά του. Από την διατροφή του. Από τον καθ’ ημέραν πολιτισμό του. Από το τι τρώει και πώς το τρώει. Κι η καθημερινότητά μας είναι μετεξεταστέα εδώ και χρόνια, διότι είναι μια καθημερινότητα χωρίς στοιχεία ποιότητας. Μια όρθια καθημερινότητα. Μια «φαστ φουντ» καθημερινότητα. Από το πολυεθνικό ράφι στον θερμοθάλαμο. Ή στην χλιδάτη κιτσαρία για την άρχουσα κηφηναρία!
Τα καταστήματα εστίασης από την Θράκη ως την Κρήτη αυτή την ένδεια περιγράφουν. Κατεψυγμένες πατάτες και φτηνά κρέατα. Μπορεί να βουλιάζουμε στην [εισαγόμενη] κρέμα γάλακτος, αλλά αγνοούμε το βούτυρο Κερκύρας. Οι πολυεθνικές των τροφίμων ξέρουν πολύ καλά ότι τα λεφτά είναι πολλά και μας το θυμίζουν με καταιγισμό διαφημιστικών μηνυμάτων. Κι όπου δεν μπορούν να μπουν από την πόρτα, μπαίνουν από το παράθυρο. Αγοράζουν ή δημιουργούν μια εμπορεύσιμη «τοπικότητα» για να συνεχίσουν την λεηλασία του τόπου και των ανθρώπων.
Κι όμως, στον τόπο μας, πριν γίνουμε δορυφόροι ενός ξενόφερτου υποδείγματος, είχαμε μια άλλη καθημερινότητα: στρώναμε τραπεζομάντιλο για να φάμε και το ψωμί ήταν ψωμί και η ελιά ήταν ελιά. Δεν ξέραμε τι είναι το «τοστ», αλλά ξέραμε πολλές πίτες. Σήμερα, παρά την τεραστίων διαστάσεων έγνοια μας για τις θερμίδες, είμαστε οι παχύσαρκοι της Μεσογείου.
Δεν νοσταλγώ τις εποχές της ανέχειας αλλά της κατακτημένης ποιότητας. Αυτή την ποιότητα, που δεν πετούσε στα σκουπίδια το φαγητό της, δεν μπορέσαμε να την εκτιμήσουμε τότε αλλά μάλλον θα την τιμήσουμε εξ ανάγκης τώρα.
Αυξάνονται -λένε- οι νέοι που επιστρέφουν στα χωριά τους ή στα χωριά των γονιών τους, αυξάνοντας με την παρουσία τους τις πιθανότητες να ζήσουν μια ζωή σε ανθρώπινες συνθήκες, όχι για να δημιουργήσουν μια νέα τουριστική ατραξιόν, αλλά για να επανεύρουν την ταυτότητά μας και να περισώσουν ό,τι μπορούν από την γηγενή ποιότητα που αρνηθήκαμε χάριν της επείσακτης ποσότητας που μας καταπλάκωσε.
Βεβαίως, δεν είναι η επανακατοίκηση της υπαίθρου προϋπόθεση ανάπτυξης. Προϋπόθεση ανάπτυξης όμως κι επανακατοίκησης είναι να ξανααγαπήσουμε τον τόπο μας και να επανασχεδιάσουμε την γεωοικονομία μας. Και αυτός ο επανασχεδιασμός θα φέρει αποκατάσταση του ερημωμένου ή βεβηλωμένου αγροτικού χώρου. Κι αυτός ο επανασχεδιασμός θα φέρει προκοπή, δημιουργώντας μάστορες κι όχι «ευέλικτους» εργαζόμενους. Αυτός ο επανασχεδιασμός θα μας απελευθερώσει από την εξάρτηση και θα μας συνδέσει με την χαμένη μας περηφάνια. Την περηφάνια του να ζει κανείς εργαζόμενος κι όχι επαιτώντας, του να ζει κανείς ως δημιουργός κι όχι ως καταναλωτής.
Ούτε μπορούμε ούτε θέλουμε τα φτηνιάρικα μαζικής παραγωγής προϊόντα. Θέλουμε την αναζωογόνηση των παραδοσιακών παραγωγικών συστημάτων και τρόπων. Αυτή είναι η κληρονομιά μας. Προϊόντα υψηλής ποιότητας και συμβολικής υπεραξίας, προϊόντα που δεν συγκρίνονται με τα πολυεθνικά σκουπίδια.
Οι νέες τεχνικές και τεχνολογίες, εάν χρησιμοποιηθούν σωστά, μπορούν να γίνουν αρωγοί σε αυτό το εγχείρημα, αφού δεν θα πνίγουν, αλλά θα προστατεύουν την πολυμορφία και την δυναμική της τοπικότητας, αναδεικνύοντας τα μοναδικά χαρακτηριστικά της.
Ο νέος αγρότης, σε αυτή την περίπτωση, θα είναι ο πρωταγωνιστής, όχι ο περιθωριοποιημένος οικονομικά και υποβαθμισμένος κοινωνικά εργάτης.
Δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις, για να προβλεφθεί ότι μια νέα αγροτικότητα θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά σε όλα τα επίπεδα, δημιουργώντας πρόσθετες αξίες στον χώρο.
Τίτλος του κειμένου είναι: «Ελληνική ουτοπία» και είναι ένας τίτλος που κυριολεκτεί, διότι η νέα αγροτικότητα, για την οποία ομιλεί και γράφει εδώ και χρόνια ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης (Αγροφιλία), είναι μια ουτοπία, ένα αίτημα χωρίς τόπο, μια αγροτικότητα χωρίς αγρό, μια ασώματος κεφαλή. Η νέα αγροτικότητα είναι ασώματος γιατί το σώμα της, τής το στέρησε ένας συμπλεγματικός επαρχιωτισμός που προτιμούσε να παρασιτεί παρά να ζει.
Αυτό όμως που δεν έκαμε η Πολιτεία, οφείλει να το κατορθώσει –εάν βεβαίως υπάρχει- η ίδια η φιλοπατρία των πολιτών.
Μεταπολεμικά και κυρίως μεταπολιτευτικά, αυτός ο πλούτος όχι μόνο περιφρονήθηκε, αλλά και απαξιώθηκε από μιαν ανέντιμη πολιτικά κι ανεπαρκή διανοητικά ηγεσία. Αυτή η ηγεσία παρήγαγε συστηματικά γραφειοκρατίες, για να συντηρηθεί αλλά όχι πολιτική. Αυτή η ηγεσία ξερίζωσε από τις ελληνικές επαρχίες τους νέους, για να τους κάνει χαρτογιακάδες και σερβιτόρους. Οι καλύτεροι, μάλλον, έφυγαν για τα ξένα, αρνούμενοι να μαγαρίσουν το ψωμί τους, φιλώντας –κατά τα κομματικά ειωθότα- κατουρημένες τους ποδιές.
Όσοι ξεμείναμε εδώ, καταδικαστήκαμε να κουτουλάμε στα...ντουβάρια, με τα οποία τσιμεντώσαμε την Πατρίδα και χτίσαμε την αυθαίρετο μητρυίδα. Αυτός είναι ο πολιτισμός μας, το μπετόν αρμέ.
Διότι έτσι διακονήθηκε ο «εκσυγχρονισμός» στην χώρα μας. Από αεριτζήδες κι εργολάβους. Με μεσάζοντες και μίζες. Αισθητικό πρότυπό μας έγινε αντιπαροχή κι οικονομικό μας πρότυπο η λοβιτούρα.
Συνδέθηκε η ανάπτυξη με την κατανάλωση. Με τις εξατμίσεις και τα κλιματιστικά. Κλινέξ, λαστέξ, στωματέξ, ελλαδέξ...!
Η ύπαιθρος χώρα έγινε μια έρημη χώρα. Μια χώρα, που στην πραγματικότητα ποτέ δεν ενσωματώθηκε στο κράτος – πρωτεύουσα. Αλλά όσους έμειναν εκτός της αθηναϊκής χωματερής τους εκμαυλίσαμε, εθίζοντάς τους στην επιδότηση της αεργίας τους με τα ψιχία των «πακέτων» μας. Τους κάναμε συνενόχους και συμμετόχους στις αποκεντρωμένες αστικές κομπίνες μας. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα το δομημένο περιβάλλον της περιφέρειας συναγωνίζεται με αξιώσεις τις χειρότερες συνοικίες της πρωτεύουσας.
Για χρόνια επενδύαμε –τρόπος του λέγειν επενδύαμε- στον τουρισμό. Στην ουσία όμως απαξιώναμε κι εδώ το ίδιο το προϊόν κάνοντας αρπαχτές. Γι’ αυτό κι έχουμε μια χώρα με ασύγκριτα τουριστικά πλεονεκτήματα, χωρίς τουρισμό πόλης και με εποχικούς επισκέπτες. Μια χώρα που η φιλοδοξία της σταμάτησε στα «ρουμς του λετ», δυο μήνες τον χρόνο. Τους υπόλοιπους δέκα, πίναμε φραπέδες περιμένοντας την επόμενη σεζόν αλλά δεν υπολογίσαμε ότι για τα τουριστικά θελήματα θα μας προέκυπταν –όπως και μας προέκυψαν- οικονομικότεροι μπακαλόγατοι.
Το τελειωτικό χτύπημα σε αυτό το μοντέλο υπανάπτυξης, το έδωσε ο ίδιος ο «εκσυγχρονισμός». Γίναμε εν μια νυκτί τζογαδόροι στο Χρηματιστήριο. Δεν χρειαζόταν πλέον να δουλεύουμε καθόλου. Ο «Ντάουν Τζόουνς» να ’ναι καλά. Μόνο που εμείς τον συναντήσαμε στα τελευταία του και μαζί μ’ αυτόν ψόφησε κι η γελάδα που μας μοσχοανάθρεψε. Είχαμε ξεμάθει την δουλειά και, πριν το ρίξουμε στην επαιτεία, το ρίξαμε στα δάνεια. Δάνειο για το σπίτι, για το αυτοκίνητο, για την επισκευή του εξοχικού, για τις γιορτές, για τις διακοπές. Ζωή σε δόσεις αλλά με χαμηλό επιτόκιο.
Αλλά επειδή κανείς δεν μακροημερεύει με δανεικά και φιλοδωρήματα, χρειάζεται να επιστρέψουμε ακριβώς εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε. Στην [υποθηκευμένη] γη μας, δηλαδή, η οποία παρά την εγκατάλειψη και την κακοποίηση, παραμένει, υπό προϋποθέσεις, πλούσια όχι μόνο ιστορικά αλλά και παραγωγικά.
Ο ιστορικός πλούτος της ελληνικής επαρχίας είναι πλούτος φορτισμένος με πυκνά νοήματα, αρχαία και σύγχρονα. Όσα μάλιστα γλίτωσαν από την προσοχή μας, παρουσιάζουν ακόμη αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό ενδιαφέρον.
Ο παραγωγικός πλούτος των ελληνικών περιφερειών είναι –όχι βεβαίως στην έκταση που ήταν- πλούτος διατροφικός και βιοτεχνικός. Κρασί, λάδι, μέλι, τυριά, αλλαντικά, σιτάρι, σύκα σταφίδες, υφαντά, αργυροχρυσοχοΐα, κεραμική. Πρόκειται για έναν λησμονημένο αλλά υπαρκτό πλούτο, τον οποίο δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι μπορούμε ακόμη και σήμερα να τον εκτιμήσουμε.
Ένας πολιτισμός όμως δεν αξιολογείται ούτε από τους περιοδεύοντας θιάσους, ούτε από τα κρατικοδίαιτα Μέγαρα Μουσικής των Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου. Ένας πολιτισμός αξιολογείται από την ίδια την καθημερινότητά του. Από την διατροφή του. Από τον καθ’ ημέραν πολιτισμό του. Από το τι τρώει και πώς το τρώει. Κι η καθημερινότητά μας είναι μετεξεταστέα εδώ και χρόνια, διότι είναι μια καθημερινότητα χωρίς στοιχεία ποιότητας. Μια όρθια καθημερινότητα. Μια «φαστ φουντ» καθημερινότητα. Από το πολυεθνικό ράφι στον θερμοθάλαμο. Ή στην χλιδάτη κιτσαρία για την άρχουσα κηφηναρία!
Τα καταστήματα εστίασης από την Θράκη ως την Κρήτη αυτή την ένδεια περιγράφουν. Κατεψυγμένες πατάτες και φτηνά κρέατα. Μπορεί να βουλιάζουμε στην [εισαγόμενη] κρέμα γάλακτος, αλλά αγνοούμε το βούτυρο Κερκύρας. Οι πολυεθνικές των τροφίμων ξέρουν πολύ καλά ότι τα λεφτά είναι πολλά και μας το θυμίζουν με καταιγισμό διαφημιστικών μηνυμάτων. Κι όπου δεν μπορούν να μπουν από την πόρτα, μπαίνουν από το παράθυρο. Αγοράζουν ή δημιουργούν μια εμπορεύσιμη «τοπικότητα» για να συνεχίσουν την λεηλασία του τόπου και των ανθρώπων.
Κι όμως, στον τόπο μας, πριν γίνουμε δορυφόροι ενός ξενόφερτου υποδείγματος, είχαμε μια άλλη καθημερινότητα: στρώναμε τραπεζομάντιλο για να φάμε και το ψωμί ήταν ψωμί και η ελιά ήταν ελιά. Δεν ξέραμε τι είναι το «τοστ», αλλά ξέραμε πολλές πίτες. Σήμερα, παρά την τεραστίων διαστάσεων έγνοια μας για τις θερμίδες, είμαστε οι παχύσαρκοι της Μεσογείου.
Δεν νοσταλγώ τις εποχές της ανέχειας αλλά της κατακτημένης ποιότητας. Αυτή την ποιότητα, που δεν πετούσε στα σκουπίδια το φαγητό της, δεν μπορέσαμε να την εκτιμήσουμε τότε αλλά μάλλον θα την τιμήσουμε εξ ανάγκης τώρα.
Αυξάνονται -λένε- οι νέοι που επιστρέφουν στα χωριά τους ή στα χωριά των γονιών τους, αυξάνοντας με την παρουσία τους τις πιθανότητες να ζήσουν μια ζωή σε ανθρώπινες συνθήκες, όχι για να δημιουργήσουν μια νέα τουριστική ατραξιόν, αλλά για να επανεύρουν την ταυτότητά μας και να περισώσουν ό,τι μπορούν από την γηγενή ποιότητα που αρνηθήκαμε χάριν της επείσακτης ποσότητας που μας καταπλάκωσε.
Βεβαίως, δεν είναι η επανακατοίκηση της υπαίθρου προϋπόθεση ανάπτυξης. Προϋπόθεση ανάπτυξης όμως κι επανακατοίκησης είναι να ξανααγαπήσουμε τον τόπο μας και να επανασχεδιάσουμε την γεωοικονομία μας. Και αυτός ο επανασχεδιασμός θα φέρει αποκατάσταση του ερημωμένου ή βεβηλωμένου αγροτικού χώρου. Κι αυτός ο επανασχεδιασμός θα φέρει προκοπή, δημιουργώντας μάστορες κι όχι «ευέλικτους» εργαζόμενους. Αυτός ο επανασχεδιασμός θα μας απελευθερώσει από την εξάρτηση και θα μας συνδέσει με την χαμένη μας περηφάνια. Την περηφάνια του να ζει κανείς εργαζόμενος κι όχι επαιτώντας, του να ζει κανείς ως δημιουργός κι όχι ως καταναλωτής.
Ούτε μπορούμε ούτε θέλουμε τα φτηνιάρικα μαζικής παραγωγής προϊόντα. Θέλουμε την αναζωογόνηση των παραδοσιακών παραγωγικών συστημάτων και τρόπων. Αυτή είναι η κληρονομιά μας. Προϊόντα υψηλής ποιότητας και συμβολικής υπεραξίας, προϊόντα που δεν συγκρίνονται με τα πολυεθνικά σκουπίδια.
Οι νέες τεχνικές και τεχνολογίες, εάν χρησιμοποιηθούν σωστά, μπορούν να γίνουν αρωγοί σε αυτό το εγχείρημα, αφού δεν θα πνίγουν, αλλά θα προστατεύουν την πολυμορφία και την δυναμική της τοπικότητας, αναδεικνύοντας τα μοναδικά χαρακτηριστικά της.
Ο νέος αγρότης, σε αυτή την περίπτωση, θα είναι ο πρωταγωνιστής, όχι ο περιθωριοποιημένος οικονομικά και υποβαθμισμένος κοινωνικά εργάτης.
Δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις, για να προβλεφθεί ότι μια νέα αγροτικότητα θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά σε όλα τα επίπεδα, δημιουργώντας πρόσθετες αξίες στον χώρο.
Τίτλος του κειμένου είναι: «Ελληνική ουτοπία» και είναι ένας τίτλος που κυριολεκτεί, διότι η νέα αγροτικότητα, για την οποία ομιλεί και γράφει εδώ και χρόνια ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης (Αγροφιλία), είναι μια ουτοπία, ένα αίτημα χωρίς τόπο, μια αγροτικότητα χωρίς αγρό, μια ασώματος κεφαλή. Η νέα αγροτικότητα είναι ασώματος γιατί το σώμα της, τής το στέρησε ένας συμπλεγματικός επαρχιωτισμός που προτιμούσε να παρασιτεί παρά να ζει.
Αυτό όμως που δεν έκαμε η Πολιτεία, οφείλει να το κατορθώσει –εάν βεβαίως υπάρχει- η ίδια η φιλοπατρία των πολιτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου