Και ξαφνικά η Ευρώπη
συνειδητοποίησε ότι το 40% της παραγωγής της δεν θα απορροφηθεί φέτος
από τη Ρωσία. Όμοίως, η Ελλάδα ξύπνησε ένα πρωί και παίζει πρώτο θέμα
στις ειδήσεις τη γεωργική παραγωγή. Και τι έγινε αυτή η ωραία ρουστίκ
εικόνα που παρουσίαζαν, ένα-δυο χρόνια τώρα, οι ταλαντούχοι σκηνοθέτες
των τηλεοπτικών εκπομπών; Με αγρότες καινοτόμους, νέους και δυναμικούς
που επέστρεφαν στα χωριά τους και δημιουργούσαν τις δικές τους ιστορίες
επιτυχίας; Πού είναι οι εξαγωγές των ελληνικών προϊόντων που καλπάζουν;
Πώς συνδέονται όλα αυτά; Πού είναι το success story της ελληνικής
γεωργίας;
Μπορεί να δημιουργήσαμε την ψευδαίσθηση ότι τα τελευταία δύο-τρία χρόνια της κρίσης ανέβηκε το γαστρονομικό προϊόν της χώρας. Δώσαμε βραβεία δεξιά κι αριστερά, γνωρίσαμε όλοι τη λέξη «γαστρονομία», της χαρίσαμε έτη, ημέρες, μουσεία, διαδρομές. Είναι, πλέον, η σοφιστικέ λέξη στα χείλη όλων. Μπλογκ εδώ, γευσιγνωσίες εκεί. Στην Ελλάδα της κρίσης, αφού πρέπει πλέον να παραδώσεις τις πινακίδες για το πολυμορφικό, μπορείς να ξεπλύνεις τον πόνο σου για το όνειρο που γκρεμίστηκε σε ένα ποτήρι παλαιωμένο ρούμι. Καλά όλα αυτά, όμως έχουμε μείνει εκεί. Κι αυτό είναι το πρόβλημα.
Η αλήθεια είναι ότι στη χώρα δεν υπάρχει, και δεν υπήρχε ποτέ, δομημένη πολιτική για την αγροτική ανάπτυξη. Το κράτος και η κοινωνία εξακολουθούν να βλέπουν τον παραγωγό ως έναν εργάτη γης, ο οποίος παράγει πρώτη ύλη για μια βιομηχανική αλυσίδα. Προσφάτως, το προϊόν ελαχίστων αμπαλαρίστηκε σε ωραίες συσκευασίες και φιάλες για να πωληθεί στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ως φασόν σε όμορφες και ντιζαϊνάτες μπουτίκ ντελικατέσεν προϊόντων. Το δάσος εξακολουθούμε να το χάνουμε. Είναι όμορφο το τελικό προϊόν στο ράφι, όμως ο καταναλωτής αναζητά την εμπειρία της σύνδεσης με τα χέρια που το παράγουν. Κι αυτό εξακολουθεί να μην συμβαίνει στο αφήγημα που ορίζει την τρέχουσα γαστρονομική «ανάπτυξη» της Ελλάδας.
Οι ανακοινώσεις, τα μέτρα στήριξης και οι τηλεοπτικές φανφάρες του κράτους συνοψίζονται σε έναν κοινό παρονομαστή. Πώς θα πάρει η Ελλάδα χρήμα από αυτή τη μεταφυσική οντότητα που λέγεται Ε.Ε. -της οποίας είναι μέλος, αλλά συνάμα και κατά κάποιο τρόπο πολύ μακριά- για να τα δώσει σε απ' ευθείας επιδοτήσεις. Γιατί με τις επιδοτήσεις που μοιράζουν οι παράγοντες του κάμπου αγοράζεις ζεστές ψήφους. Με τις υποδομές για την περιφερειακή ανάπτυξη, όχι.
Και ήρθαμε σήμερα να μιλάμε για παραγωγούς και περιοχές ολόκληρες που εξαρτώνται αποκλειστικά από την απόφαση που θα πάρει ένας άνθρωπος εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από αυτές. Για το αν θα αγοράσει τα ροδάκινα και τις σταφίδες ή όχι. Με τους επίσημους φορείς εκπροσώπησης των αγροτών να μιλάνε για τόνους φρούτων που θα καταλήξουν στις χωματερές.
Και τι θα κάνουν τα super market; Τί θα κάνουν οι εταιρείες και το δίκτυο διανομής των λιπασμάτων και των φυτοφαρμάκων; Τί θα κάνουν οι χονδρέμποροι και όλοι αυτοί που κερδίζουν αδρά από αυτές τις μονοκαλλιέργειες; Θα αναλάβουν κάποιο μέρος από την ευθύνη που τους αναλογεί για αυτό το αποτυχημένο αγροτικό σύστημα που υποστηρίζουν, το οποίο φτωχοποιεί τα εδάφη, ρουφά τους υδάτινους πόρους, διαβρώνει την πλούσια βιοποικιλότητα της χώρας; Κυρίως, όμως, κρατά όμηρο τον παραγωγό και κεφαλαιοποιεί πάνω στην άγνοια του καταναλωτή; Θα κάνουν κάτι ώστε να μην καταλήξουν οι τόνοι φρούτων στις χωματερές, κάτι που θα μας ξεφτιλίσει σε οποιονδήποτε πολίτη του δυτικού κόσμου με κοινή λογική;
Η εφαρμογή του μοντέλου τη βιομηχανικής γεωργίας έχει αποτύχει στην Ελλάδα παταγωδώς. Μια χώρα με μικρούς κλήρους, με τόσα πολλά νησιά και μεγάλα κόστη που συνεπάγεται η εν γένει απομόνωσή της, δεν μπορεί να σταθεί ανταγωνιστικά στο διεθνές περιβάλλον, με ένα σύστημα που θέλει μία καλλιέργεια για έναν πελάτη. Ανεξάρτητα αν πάνω σε αυτή τη (μη) στρατηγική έχει στηθεί μια ολόκληρη σπέκουλα πολιτικών, παραγόντων και πολυεθνικών εταιρειών, ήρθε η ώρα επιτέλους να επικρατήσει η λογική και η επιστήμη σε αυτό που λέγεται ανάπτυξη της υπαίθρου.
Μια τέτοια ανάπτυξη θέλει προστιθέμενη αξία πάνω στην πλούσια βιοποικιλότητα της χώρας, και την αγροτική γνώση που υπάρχει πέρα από το καφενείο και το «φάρμακο». Θέλει διατροφικές κοινότητες, που συμμετέχουν ενεργά στην αξιοποίηση, την προώθηση και την απόλαυση των τοπικών προϊόντων. Και θέλει κοινωνική επιχειρηματικότητα, όχι αυτό το παρωχημένο μοντέλο που βλέπει αυστηρά και μόνο το κέρδος και την αρπαχτή.
Αυτή ακριβώς τη νοοτροπία βρήκαν ως εμπόδιο τα τελευταία χρόνια εκατοντάδες νέοι σε όλη την Ελλάδα που γύρισαν για να καταπιαστούν με τη γη, αλλά τελικά επέστρεψαν στα αστικά κέντρα. Η παλιά και κατεστημένη νοοτροπία της υπαίθρου, τους φέρθηκε λίγο-πολύ ως ψυχοπαθείς. Οι τράπεζες ήταν άδειες και πολλοί πλούσιοι Έλληνες έβγαλαν τα χρήματά τους εκτός χώρας. Η χώρα δεν επένδυσε στην ύπαιθρό της, στους νέους της και στην τεχνική γνώση που θα μπορούσαν αυτοί να φέρουν, καθώς πολλοί από αυτούς έχουν πτυχία πανεπιστημίου, μιλούν ξένες γλώσσες, είναι κοινωνικά δικτυωμένοι.
Αυτοί οι νέοι περιμένουν και είναι θέμα χρόνου να επιστρέψουν στην ύπαιθρο πιο δυναμικά και πιο πεισμωμένοι για να υλοποιήσουν το αυτονόητο. Τα τελευταία 3 χρόνια, οι εισακτέοι στις γεωργικές σχολές της χώρας έχουν υπερ-πολλαπλασιαστεί και αυτοί είναι, ίσως, οι άνθρωποι που θα βοηθήσουν να γύρει η πλάστιγγα. Μόνο αν η Ελλάδα αποκτήσει αρκετούς και καλούς επιστήμονες της γης θα μπορέσει να δει το αγροτικό οικοσύστημα και το διατροφικό σύστημα ως ένα σύμπλεγμα πολύ σημαντικών αλληλεπριδράσεων: οικολογικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και ηθικών. Όχι ως μια αρένα πολιτικής για 40 δευτερόλεπτα τηλεοπτικού χρόνου.
Μπορεί να δημιουργήσαμε την ψευδαίσθηση ότι τα τελευταία δύο-τρία χρόνια της κρίσης ανέβηκε το γαστρονομικό προϊόν της χώρας. Δώσαμε βραβεία δεξιά κι αριστερά, γνωρίσαμε όλοι τη λέξη «γαστρονομία», της χαρίσαμε έτη, ημέρες, μουσεία, διαδρομές. Είναι, πλέον, η σοφιστικέ λέξη στα χείλη όλων. Μπλογκ εδώ, γευσιγνωσίες εκεί. Στην Ελλάδα της κρίσης, αφού πρέπει πλέον να παραδώσεις τις πινακίδες για το πολυμορφικό, μπορείς να ξεπλύνεις τον πόνο σου για το όνειρο που γκρεμίστηκε σε ένα ποτήρι παλαιωμένο ρούμι. Καλά όλα αυτά, όμως έχουμε μείνει εκεί. Κι αυτό είναι το πρόβλημα.
Η αλήθεια είναι ότι στη χώρα δεν υπάρχει, και δεν υπήρχε ποτέ, δομημένη πολιτική για την αγροτική ανάπτυξη. Το κράτος και η κοινωνία εξακολουθούν να βλέπουν τον παραγωγό ως έναν εργάτη γης, ο οποίος παράγει πρώτη ύλη για μια βιομηχανική αλυσίδα. Προσφάτως, το προϊόν ελαχίστων αμπαλαρίστηκε σε ωραίες συσκευασίες και φιάλες για να πωληθεί στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ως φασόν σε όμορφες και ντιζαϊνάτες μπουτίκ ντελικατέσεν προϊόντων. Το δάσος εξακολουθούμε να το χάνουμε. Είναι όμορφο το τελικό προϊόν στο ράφι, όμως ο καταναλωτής αναζητά την εμπειρία της σύνδεσης με τα χέρια που το παράγουν. Κι αυτό εξακολουθεί να μην συμβαίνει στο αφήγημα που ορίζει την τρέχουσα γαστρονομική «ανάπτυξη» της Ελλάδας.
Με
ελάχιστες εξαιρέσεις μικρών οικογενειακών τουριστικών καταλυμάτων, το
ελληνικό πρωινό σημαίνει λίγο απ' όλα και ένα-δύο τοπικά προϊόντα για το
ξεκάρφωμα. Το βουτυράκι από τη Δανία εξακολουθεί να σπρώχνει τα όρια
της λογικής και της αισθητικής. Όχι, αυτό που εννοήσαμε ως γαστρονομία
τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα δεν είναι καινοτομία. Είναι το παρελθόν
της γαστρονομίας. Δεν αναγνώρισε τον παραγωγό ως τον βασικό πυλώνα πάνω
στον οποίο οφείλει να στηριχτεί η αγροτική οικονομία μιας σύγχρονης
χώρας, που στέκεται επάξια στον διεθνή ανταγωνισμό.
Τι μπορείς να περιμένεις όταν
υπουργός βγαίνει και λέει ότι θα παλέψει «με νύχια και με δόντια» ώστε
να μειωθεί η τιμή του γάλακτος; Φυσικά, αφού οι πολλοί (ψηφοφόροι)
αγοράζουν το γάλα, δεν το παράγουν. Μία αποτυχημένη προσέγγιση,
κατάλοιπο της μυωπικής αντίληψης δεκαετιών, που έπεισε τον κτηνοτρόφο να
αγοράζει ζώα για να πληρώνεται με το κεφάλι. Αυτόν τον άνθρωπο που τώρα
στα 35-40 του πρέπει να κυνηγάει 2.500 πρόβατα στα βουνά, αλλά δεν
μπορεί να ταϊσει τα παιδιά του. Πόσο μάλλον να επενδύσει σε υποδομές,
ποιότητα, εκπαίδευση και αύξηση της επιχείρησής του. Αυτά, δηλαδή, που
θα τον βάλουν στην παγκόσμια σκακιέρα να παίξει το παιχνίδι που του
αξίζει.
Πανηγυρίζουμε για την κατοχύρωση του στραγγιστού γιαουρτιού και της
φέτας. Αυτό όμως είναι στα χαρτιά. Η διεθνής αγορά λέει άλλα. Κι εν
πάσει περιπτώσει, αυτό το βιομηχανικό προϊόν που ονομάζουμε «στραγγιστό
γιαούρτι» σήμερα, δεν έχει καμία σχέση με το παραδοσιακό αντίστοιχό του.
Ίσως μάλλον να ευθύνεται και για την παρακμή της γαλακτοκομικής
παράδοσης της χώρας.Οι ανακοινώσεις, τα μέτρα στήριξης και οι τηλεοπτικές φανφάρες του κράτους συνοψίζονται σε έναν κοινό παρονομαστή. Πώς θα πάρει η Ελλάδα χρήμα από αυτή τη μεταφυσική οντότητα που λέγεται Ε.Ε. -της οποίας είναι μέλος, αλλά συνάμα και κατά κάποιο τρόπο πολύ μακριά- για να τα δώσει σε απ' ευθείας επιδοτήσεις. Γιατί με τις επιδοτήσεις που μοιράζουν οι παράγοντες του κάμπου αγοράζεις ζεστές ψήφους. Με τις υποδομές για την περιφερειακή ανάπτυξη, όχι.
Και ήρθαμε σήμερα να μιλάμε για παραγωγούς και περιοχές ολόκληρες που εξαρτώνται αποκλειστικά από την απόφαση που θα πάρει ένας άνθρωπος εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από αυτές. Για το αν θα αγοράσει τα ροδάκινα και τις σταφίδες ή όχι. Με τους επίσημους φορείς εκπροσώπησης των αγροτών να μιλάνε για τόνους φρούτων που θα καταλήξουν στις χωματερές.
Και τι θα κάνουν τα super market; Τί θα κάνουν οι εταιρείες και το δίκτυο διανομής των λιπασμάτων και των φυτοφαρμάκων; Τί θα κάνουν οι χονδρέμποροι και όλοι αυτοί που κερδίζουν αδρά από αυτές τις μονοκαλλιέργειες; Θα αναλάβουν κάποιο μέρος από την ευθύνη που τους αναλογεί για αυτό το αποτυχημένο αγροτικό σύστημα που υποστηρίζουν, το οποίο φτωχοποιεί τα εδάφη, ρουφά τους υδάτινους πόρους, διαβρώνει την πλούσια βιοποικιλότητα της χώρας; Κυρίως, όμως, κρατά όμηρο τον παραγωγό και κεφαλαιοποιεί πάνω στην άγνοια του καταναλωτή; Θα κάνουν κάτι ώστε να μην καταλήξουν οι τόνοι φρούτων στις χωματερές, κάτι που θα μας ξεφτιλίσει σε οποιονδήποτε πολίτη του δυτικού κόσμου με κοινή λογική;
Η εφαρμογή του μοντέλου τη βιομηχανικής γεωργίας έχει αποτύχει στην Ελλάδα παταγωδώς. Μια χώρα με μικρούς κλήρους, με τόσα πολλά νησιά και μεγάλα κόστη που συνεπάγεται η εν γένει απομόνωσή της, δεν μπορεί να σταθεί ανταγωνιστικά στο διεθνές περιβάλλον, με ένα σύστημα που θέλει μία καλλιέργεια για έναν πελάτη. Ανεξάρτητα αν πάνω σε αυτή τη (μη) στρατηγική έχει στηθεί μια ολόκληρη σπέκουλα πολιτικών, παραγόντων και πολυεθνικών εταιρειών, ήρθε η ώρα επιτέλους να επικρατήσει η λογική και η επιστήμη σε αυτό που λέγεται ανάπτυξη της υπαίθρου.
Μια τέτοια ανάπτυξη θέλει προστιθέμενη αξία πάνω στην πλούσια βιοποικιλότητα της χώρας, και την αγροτική γνώση που υπάρχει πέρα από το καφενείο και το «φάρμακο». Θέλει διατροφικές κοινότητες, που συμμετέχουν ενεργά στην αξιοποίηση, την προώθηση και την απόλαυση των τοπικών προϊόντων. Και θέλει κοινωνική επιχειρηματικότητα, όχι αυτό το παρωχημένο μοντέλο που βλέπει αυστηρά και μόνο το κέρδος και την αρπαχτή.
Αυτή ακριβώς τη νοοτροπία βρήκαν ως εμπόδιο τα τελευταία χρόνια εκατοντάδες νέοι σε όλη την Ελλάδα που γύρισαν για να καταπιαστούν με τη γη, αλλά τελικά επέστρεψαν στα αστικά κέντρα. Η παλιά και κατεστημένη νοοτροπία της υπαίθρου, τους φέρθηκε λίγο-πολύ ως ψυχοπαθείς. Οι τράπεζες ήταν άδειες και πολλοί πλούσιοι Έλληνες έβγαλαν τα χρήματά τους εκτός χώρας. Η χώρα δεν επένδυσε στην ύπαιθρό της, στους νέους της και στην τεχνική γνώση που θα μπορούσαν αυτοί να φέρουν, καθώς πολλοί από αυτούς έχουν πτυχία πανεπιστημίου, μιλούν ξένες γλώσσες, είναι κοινωνικά δικτυωμένοι.
Αυτοί οι νέοι περιμένουν και είναι θέμα χρόνου να επιστρέψουν στην ύπαιθρο πιο δυναμικά και πιο πεισμωμένοι για να υλοποιήσουν το αυτονόητο. Τα τελευταία 3 χρόνια, οι εισακτέοι στις γεωργικές σχολές της χώρας έχουν υπερ-πολλαπλασιαστεί και αυτοί είναι, ίσως, οι άνθρωποι που θα βοηθήσουν να γύρει η πλάστιγγα. Μόνο αν η Ελλάδα αποκτήσει αρκετούς και καλούς επιστήμονες της γης θα μπορέσει να δει το αγροτικό οικοσύστημα και το διατροφικό σύστημα ως ένα σύμπλεγμα πολύ σημαντικών αλληλεπριδράσεων: οικολογικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και ηθικών. Όχι ως μια αρένα πολιτικής για 40 δευτερόλεπτα τηλεοπτικού χρόνου.
Στη Φινλανδία και το Βέλγιο,
έχουν δημιουργηθεί μέσα σε τρεις ημέρες κινήσεις που οργανώνουν τους
πολίτες γύρω από την κατανάλωση των προϊόντων που δεν θα απορροφηθούν
από τη Ρωσία. Αυτό δεν είναι κάτι που το επέβαλε το κράτος, αλλά κάτι
που δημιούργησαν οι πολίτες. Στην Ελλάδα της ύφεσης, παρόμοιες
κοινωνικές δομές έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, που θέλουν να
ενώσουν απ' ευθείας παραγωγούς με καταναλωτές. Ήρθε η ώρα για αυτές τις
κοινότητες να δουν σοβαρά τις προοπτικές που ανήγει η Κοινωνική
Επιχειρηματικότητα.
Με απλά λόγια, οι τομάτες και
οι μελιτζάνες από τα μποστάνια και τις αστικές καλλιέργειες πρέπει να
αρχίσουν να πωλούνται στα εστιατόρια και στους χώρους εστίασης της
χώρας. Νόμιμα, με τα παραστατικά τους. Έτσι θα συντηρηθούν οι αγροί, οι
επιχειρηματίες της εστίασης θα αποκτήσουν πρόσβαση στην καλύτερη
ποιότητα σε χαμηλότερες τιμές. Και φυσικά, ο καταναλωτής -και ο ντόπιος,
και ο ξένος- θα ευχαριστηθεί προϊόν με τη γεύση που αυτό πρέπει να
έχει. Θα υπάρξουν και οι εξαγωγές, αλλά να γίνουν βάσει μιας στρατηγικής
που δίνουν στη μικρή οικογενειακή επιχείρηση το δικαίωμα να λάβει αυτά
που αξίζει.
Η δημιουργία ενός ενεργού
διατροφικού κινήματος που θα προωθήσει την ενημέρωση των παραγωγών και
των καταναλωτών για τις σύγχρονες τάσεις της αγοράς, είναι ίσως η
συστημική παρέμβαση που θα ξεσκαλώσει τη χώρα από την
αντι-παραγωγικότητά της.
Αν η Πολιτεία, αντί να
μοιράζει αποζημιώσεις στην αγροτική οικονομία-ζόμπι που περιγράφω πιο
πάνω, υποστήριζε ένα τέτοιο κίνημα, τότε αυτό θα μπορούσε να εξελιχθεί
σε κάτι πραγματικά ισχυρό. Εφόσον, όμως, η κοινή λογική λείπει από τους
πολιτικούς μας, τότε είναι ίσως το μοναδικό πράγμα που μπορούμε να
χτίσουμε εμείς, οι πολίτες.
Όλα αυτά πρεσβεύει και αγωνίζεται γι΄αυτά το Slow Food, το οποίο αναπτύσσεται δυναμικά και στην Ελλάδα. Και θα ακούτε όλο και περισσότερα πράγματα για αυτό.
Ακολουθήστε μας, ενημερωθήτε, φτιάξτε κοινότητες, γίνετε μέλη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου