Γαϊδουράγκαθο, ο άγγελος της υγείας μας!
Γαϊδουράγκαθα (Silybum marianum και ηπατικές παθήσεις)
Το
Silybum Marianum ανήκει στην οικογένεια Asteraceae (Compositae), ή
αλλιώς στα σύνθετα φυτά. Είναι μια πόα, γνωστή από την αρχαιότητα για τη
δράση της σε ηπατικές παθήσεις, παθήσεις στη χολή, καθώς και ως
ηπατοπροστατευτικό σε δηλητηριάσεις από χημικές και περιβαλλοντολογικές
τοξίνες, δαγκώματα φιδιών, τσιμπήματα εντόμων, δηλητηριώδη μανιτάρια και
λήψη υπερβολικής ποσότητας οινοπνεύματος. Σήμερα είναι το πιο
μελετημένο φυτό για τη θεραπεία ηπατοπαθειών με πάνω από 450
δημοσιεύσεις παγκοσμίως.
Το φυτό αναφέρεται και ως Carduus marianus αλλά και ως Mariana lacteal. Κάποιες από τις πιό κοινές ονομασίες του σε παγκόσμιο επίπεδο είναι, Milk Thistle, Mary’s thistle, blessed milk thistle, holy thistle, lady’s thistle, Silybe de Marie, και ChardonMarie. Στην Ελλάδα είναι γνωστό με το όνομα γαιδουράγκαθο αλλά και ως κουφάγκαθο, αγκάθι και αγκάβατος. Επίσης από την αρχαιότητα ακόμα έχει επικρατήσει η ονομασία «Σίλυβο». Μια από τις πιο γνωστές ονομασίες του φυτού η ονομασία Milk Thistle οφείλεται στην ύπαρξη χαρακτηριστικών άσπρων λωρίδων κατά μήκος των νευρών των φύλλων του φυτού, ενώ η πλειοψηφία των υπολοίπων ονομασιών συσχετίζεται με το όνομα της Παναγίας. Το φυτό είναι μονοετής ή διετής αγκαθωτή πόα, ύψους έως 1,5 μέτρα. Τα φύλλα είναι εναλλασσόμενα, με παρυφές οδοντωτές, ανοιχτοπράσινα με άσπρα νεύρα, ενώ οι κεφαλές των ανθέων είναι μεγάλες και περιβάλλονται από πολυάριθμα βράκτια, με αγκαθωτές παρυφές, που καταλήγουν σε μακρύ, βελονοειδές εξάρτημα. Τα σωληνοειδή ανθίδια έχουν χαρακτηριστικό κόκκινο-ιώδες χρώμα και οι καρποί οι οποίοι αποτελούν τη δρόγη του φυτού, είναι μαύροι με σκληρό περίβλημα. Η συλλογή τους γίνεται κατά το τέλος του καλοκαιριού μετά την ωρίμανσή τους. Το Silybum Marianum είναι αυτοφυές κυρίως στη λεκάνη της Μεσογείου, ενώ καλλιεργείται στην υπόλοιπη Ευρώπη και στη Νότια Αμερική. Γενικά απαντάται συχνότερα στις άκρες των δρόμων σε μέρη ακαλλιέργητα, αλλά και σε καλλιεργούμενο έδαφος.
Στη χώρα μας είναι ένα ιδιαίτερα κοινό φυτό σε εδάφη με χαμηλό υψόμετρο. Οι πρώτες αναφορές στο φυτό έγιναν από τον Θεόφραστο κατά τον 4ο αι. π.χ όπου αναφέρεται με το όνομα «Πτέρνιξ». Στη συνέχεια ο Διοσκουρίδης συνιστά το «Μέγα Κενταύριον», ή «Σίλυβον» για την επούλωση των πληγών. Ακολουθεί αναφορά από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, ενώ κατά τον Μεσαίωνα πλήθος βοτανολόγων συνιστούν το φυτό για διάφορες χρήσεις. Ο Άγγλος βοτανολόγος Nicholas Culperer το προτείνει ως εξαιρετικό φάρμακο για τη χολή και το σπλήνα, ενώ στις αρχές του 20ου αι. μιά σχολή βοτανολόγων θεραπευτών, οι επονομαζόμενοι «Εκλεκτικοί» χρησιμοποιούν το εκχύλισμα του Silybum Marianum για την «Ηπατική συμφόρηση». Τέλος μετά το 1960 η χρήση του φυτού εξαπλώθηκε ευρέως, ξεκινώντας από τη Γερμανία, όπου ταυτόχρονα με τη χρήση άρχισε και η ερευνητική μελέτη του. Σύμφωνα με την παράδοση το Silybum Marianum έχει χρησιμοποιηθεί σε παθήσεις του ήπατος και της χολής ως διεγερτικό της παραγωγής γάλακτος, ως αντικαταθλιπτικό, ως αντίδοτο σε δηλητηριάσεις από μύκητες του γένους Amanita καθώς και από άλλες τοξίνες του περιβάλλοντος. Άλλες περιπτώσεις στις οποίες έχει χρησιμοποιηθεί είναι διαταραχές της εμμήνου ρύσης, ανωμαλίες του σπλήνα και των νεφρών. Οι βλαστοί, τα φύλλα, τα άνθη, η ρίζα και ο μίσχος του φυτού είναι βρώσιμα ενώ οι ψημένοι καρποί του αποτελούν υποκατάστατο του καφέ.
Η δρόγη του φυτού (καρποί) οφείλει τις ιδιότητές της στη «σιλυμαρίνη», η οποία είναι το τυποποιημένο εκχύλισμα των σπερμάτων του Silybum Marianum με περιεκτικότητα 70-80% σε φλαβονολιγνάνες. Η κύρια φλαβονολιγνάνη της σιλυμαρίνης είναι η «συλυβίνη» ή «σιλυβινίνη», η οποία αποτελείται από μίγμα δύο διαστερεοισομερών Α και Β και παρουσιάζει τη σημαντικότερη δράση σε σχέση με τις υπόλοιπες ουσίες. Αλλες φλαβονολιγνάνες που περιέχονται στο εκχύλισμα είναι η ισοσιλυβίνη, η δευδροσιλυβίνη, η σιλυχριστίνη και η σιλυδιανίνη, ενώ ένα από τα υπόλοιπα φλαβονοειδή του φυτού είναι η «ταξιφολίνη» Οσον αφορά την φαρμακοκινητική της σιλυμαρίνης, η τελευταία δεν είναι ευδιάλυτη στο νερό και γι” αυτό το λόγο δεν χορηγείται σαν αφέψημα. Τις περισσότερες φορές χορηγείται σαν τυποποιημένο εκχύλισμα σε κάψουλες. Περίπου το 20-50% της σιλυμαρίνης απορροφάται μετά τη χορήγηση per os (από το στόμα). από το οποίο το μεγαλύτερο ποσοστό απεκκρίνεται από τη χολή. Τέλος ο χρόνος ημιζωής της είναι 6-8 ώρες, ενώ σήμερα γίνονται προσπάθειες για αύξηση της εντερικής απορρόφησης της μέσω της σύζευξής της με άλλες ουσίες όπως η φωσφατιδυλοχολίνη. Η πιό σημαντική φαρμακολογική δράση της σιλυμαρίνης είναι η ηπατοπροστατευτική δράση που παρουσιάζει απέναντι σε πλήθος τοξινών, όπως η ακεταμινοφαίνη και η αιθανόλη (οινόπνευμα). Το εκχύλισμα παρουσιάζει σημαντική αντιοξειδωτική δράση, ενώ παράλληλα αυξάνει την πρωτεϊνοσύνθεση των ηπατικών κυττάρων. Πρόσφατα ανακαλύφθηκε η αντικαρκινική δράση του φυτού, αλλά και η μείωση της χοληστερόλης που προκαλεί, η καρδιοπροστατευτική και η νευροπροστατευτική του δράση. Σήμερα γίνονται μελέτες για τη δράση του Silybum Marianum και σε άλλα όργανα όπως το πάγκρεας, οι πνεύμονες και τα νεφρά.
Σχετικά με το μηχανισμό δράσης της σιλυμαρίνης στο ήπαρ, η αντιτοξική της δράση σε περίπτωση δηλητηρίασης από τον μύκητα Amanita phalloides (τοξικό μανιτάρι) οφείλεται στη διακοπή της εντεροηπατικής κυκλοφορίας των τοξινών του μύκητα, στην παρεμπόδιση της σύνδεσής τους με τις μεμβράνες των ηπατικών κυττάρων, όπως και στην αποτροπή της εισόδου τους στο κύτταρο. Η αντιτοξική της δράση σε άλλες περιπτώσεις, όπως η παρακεταμόλη, έχει διαφορετικό μηχανισμό. η αναγεννητική δράση της στο ήπαρ σχετίζεται με τη σύνδεση της σιλυβίνης σε υπομονάδα της RNA πολυμεράσης, που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της πρωτεϊνοσύνθεσης, ενώ η αντιινιδιακή της δράση στο ήπαρ, η οποία την καθιστά σημαντικό θεραπευτικό συμπλήρωμα σε περίπτωση κίρρωσης, σχετίζεται με εμπλοκή της στο σχηματισμό λευκοτριενίων.
Σήμερα, σύμφωνα με τις μονογραφίες της Γερμανικής Comission E (1986), οι ώριμοι καρποί του Silybum Marianum, οι οποίοι αποτελούν την δρόγη του φυτού, χορηγούνται σε περιπτώσεις προβλημάτων δυσπεψίας, ενώ το τυποποιημένο εκχύλισμα της δρόγης έχει σαν ένδειξη το ήπαρ που έχει υποστεί βλάβη λόγω τοξινών, αλλά και ως συμπληρωματική θεραπεία σε περιπτώσεις χρόνιας φλεγμονώδους ηπατικής ασθένειας και σε ηπατική κίρρωση. Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί ότι σε περιπτώσεις δηλητηρίασης από μύκητες του γένους Amanita, η θεραπεία που συστήνεται είναι η ενδοφλέβια έγχυση ενός παραγώγου της συλιβίνης (εμπορική ονομασία Legalon SIL).
Άλλες περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιείται σήμερα είναι σε χοληστερίνη, ηπατίτιδα, πέτρα στη χολή, καρκίνο, αλλά και ως πρώτη ύλη για τη δημιουργία ομοιοπαθητικού φαρμάκου. Ένα πολύ θετικό στοιχείο του Silybum Marianum είναι το γεγονός ότι είναι ένα ιδιαίτερα ασφαλές φυτό. Παρ” όλο που είναι ένα από τα πιο μελετημένα φυτά που χρησιμοποιούνται, έχουν σημειωθεί ελάχιστες ανεπιθύμητες ενέργειες από τη χρήση του φυτού, χωρίς καμία από αυτές να είναι ιδιαίτερα σοβαρή. Έχει διαπιστωθεί ήπια καθαρτική δράση, κυρίως σε περιπτώσεις χορήγησης μεγάλης δόσης σιλυμαρίνης, ενώ δεν έχουν αναφερθεί αλληλεπιδράσεις του φυτού με άλλα φάρμακα. Η σιλυμαρίνη έχει φανεί ότι αναστέλλει την καταλυτική δράση κάποιων ισοενζύμων του κυτοχρώματος P450, αλλά σε συγκεντρώσεις τις οποίες δεν φθάνει ουσιαστικά in vivo. Τέλος, απαιτείται συστηματικότερη έρευνα για να ανακαλυφθούν πιθανές αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα.
Τα τελευταία χρόνια έχει δημοσιευτεί ένας μεγάλος αριθμός μελετών, αλλά και κλινικών μελετών που αφορούν το Silybum Marianum. Η συνήθης δόση που χορηγείται στις κλινικές μελέτες είναι 420 mg ημερησίως. Θετικότερα αποτελέσματα έχουν φανεί σε περιπτώσεις παιδικής κίρρωσης τύπου Α και σε αλκοολική κίρρωση ενώ υπάρχουν έρευνες που δίνουν αντιφατικά αποτελέσματα ή που δεν είχαν επαρκή αριθμό δείγματος για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Σήμερα ερευνάται κυρίως η δράση του φυτού σε ηπατίτιδα C, στην ογκολογία καθώς και η στερεοχημεία της σιλυβίνης και παράγωγα της σιλυβίνης με καλύτερη φαρμακοκινητική, όπως το Legalon SIL που αναφέρθηκε παραπάνω.
Συμπερασματικά, το Silybum Marianum είναι ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο φυτό σε ηπατικές παθήσεις, το οποίο έχει πολλά πλεονεκτήματα, όπως αποτελεσματικότητα μετά από per os χορήγηση, ασφαλή χρήση, αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα, χαμηλό κόστος και εύκολη τυποποίηση του εκχυλίσματός του. Είναι πολύ πιθανόν στο μέλλον να χρησιμοποιηθεί και για τη δράση του σε άλλα όργανα, εκτός από το ήπαρ και τη χολή, ενώ προς το παρόν παραμένει, όπως φαίνεται από έρευνα που διεξήχθη στις ΗΠΑ, το πιο διαδεδομένο φαρμακευτικό φυτό σε ασθενείς με ηπατικές παθήσεις.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΡΘΡΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ Ε[ΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΘΝΟΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑΣ ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟ Φ.Σ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ, ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 24-25 ΜΑΙΟΥ 2008 ΣΤΟ ΒΟΛΟ ΜΕ ΘΕΜΑ «ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΗΠΑΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥΣ» ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΔΑ ΤΟΥ Π.Φ.Σ
Το είδα: enallaktikidrasi.com
Το φυτό αναφέρεται και ως Carduus marianus αλλά και ως Mariana lacteal. Κάποιες από τις πιό κοινές ονομασίες του σε παγκόσμιο επίπεδο είναι, Milk Thistle, Mary’s thistle, blessed milk thistle, holy thistle, lady’s thistle, Silybe de Marie, και ChardonMarie. Στην Ελλάδα είναι γνωστό με το όνομα γαιδουράγκαθο αλλά και ως κουφάγκαθο, αγκάθι και αγκάβατος. Επίσης από την αρχαιότητα ακόμα έχει επικρατήσει η ονομασία «Σίλυβο». Μια από τις πιο γνωστές ονομασίες του φυτού η ονομασία Milk Thistle οφείλεται στην ύπαρξη χαρακτηριστικών άσπρων λωρίδων κατά μήκος των νευρών των φύλλων του φυτού, ενώ η πλειοψηφία των υπολοίπων ονομασιών συσχετίζεται με το όνομα της Παναγίας. Το φυτό είναι μονοετής ή διετής αγκαθωτή πόα, ύψους έως 1,5 μέτρα. Τα φύλλα είναι εναλλασσόμενα, με παρυφές οδοντωτές, ανοιχτοπράσινα με άσπρα νεύρα, ενώ οι κεφαλές των ανθέων είναι μεγάλες και περιβάλλονται από πολυάριθμα βράκτια, με αγκαθωτές παρυφές, που καταλήγουν σε μακρύ, βελονοειδές εξάρτημα. Τα σωληνοειδή ανθίδια έχουν χαρακτηριστικό κόκκινο-ιώδες χρώμα και οι καρποί οι οποίοι αποτελούν τη δρόγη του φυτού, είναι μαύροι με σκληρό περίβλημα. Η συλλογή τους γίνεται κατά το τέλος του καλοκαιριού μετά την ωρίμανσή τους. Το Silybum Marianum είναι αυτοφυές κυρίως στη λεκάνη της Μεσογείου, ενώ καλλιεργείται στην υπόλοιπη Ευρώπη και στη Νότια Αμερική. Γενικά απαντάται συχνότερα στις άκρες των δρόμων σε μέρη ακαλλιέργητα, αλλά και σε καλλιεργούμενο έδαφος.
Στη χώρα μας είναι ένα ιδιαίτερα κοινό φυτό σε εδάφη με χαμηλό υψόμετρο. Οι πρώτες αναφορές στο φυτό έγιναν από τον Θεόφραστο κατά τον 4ο αι. π.χ όπου αναφέρεται με το όνομα «Πτέρνιξ». Στη συνέχεια ο Διοσκουρίδης συνιστά το «Μέγα Κενταύριον», ή «Σίλυβον» για την επούλωση των πληγών. Ακολουθεί αναφορά από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, ενώ κατά τον Μεσαίωνα πλήθος βοτανολόγων συνιστούν το φυτό για διάφορες χρήσεις. Ο Άγγλος βοτανολόγος Nicholas Culperer το προτείνει ως εξαιρετικό φάρμακο για τη χολή και το σπλήνα, ενώ στις αρχές του 20ου αι. μιά σχολή βοτανολόγων θεραπευτών, οι επονομαζόμενοι «Εκλεκτικοί» χρησιμοποιούν το εκχύλισμα του Silybum Marianum για την «Ηπατική συμφόρηση». Τέλος μετά το 1960 η χρήση του φυτού εξαπλώθηκε ευρέως, ξεκινώντας από τη Γερμανία, όπου ταυτόχρονα με τη χρήση άρχισε και η ερευνητική μελέτη του. Σύμφωνα με την παράδοση το Silybum Marianum έχει χρησιμοποιηθεί σε παθήσεις του ήπατος και της χολής ως διεγερτικό της παραγωγής γάλακτος, ως αντικαταθλιπτικό, ως αντίδοτο σε δηλητηριάσεις από μύκητες του γένους Amanita καθώς και από άλλες τοξίνες του περιβάλλοντος. Άλλες περιπτώσεις στις οποίες έχει χρησιμοποιηθεί είναι διαταραχές της εμμήνου ρύσης, ανωμαλίες του σπλήνα και των νεφρών. Οι βλαστοί, τα φύλλα, τα άνθη, η ρίζα και ο μίσχος του φυτού είναι βρώσιμα ενώ οι ψημένοι καρποί του αποτελούν υποκατάστατο του καφέ.
Η δρόγη του φυτού (καρποί) οφείλει τις ιδιότητές της στη «σιλυμαρίνη», η οποία είναι το τυποποιημένο εκχύλισμα των σπερμάτων του Silybum Marianum με περιεκτικότητα 70-80% σε φλαβονολιγνάνες. Η κύρια φλαβονολιγνάνη της σιλυμαρίνης είναι η «συλυβίνη» ή «σιλυβινίνη», η οποία αποτελείται από μίγμα δύο διαστερεοισομερών Α και Β και παρουσιάζει τη σημαντικότερη δράση σε σχέση με τις υπόλοιπες ουσίες. Αλλες φλαβονολιγνάνες που περιέχονται στο εκχύλισμα είναι η ισοσιλυβίνη, η δευδροσιλυβίνη, η σιλυχριστίνη και η σιλυδιανίνη, ενώ ένα από τα υπόλοιπα φλαβονοειδή του φυτού είναι η «ταξιφολίνη» Οσον αφορά την φαρμακοκινητική της σιλυμαρίνης, η τελευταία δεν είναι ευδιάλυτη στο νερό και γι” αυτό το λόγο δεν χορηγείται σαν αφέψημα. Τις περισσότερες φορές χορηγείται σαν τυποποιημένο εκχύλισμα σε κάψουλες. Περίπου το 20-50% της σιλυμαρίνης απορροφάται μετά τη χορήγηση per os (από το στόμα). από το οποίο το μεγαλύτερο ποσοστό απεκκρίνεται από τη χολή. Τέλος ο χρόνος ημιζωής της είναι 6-8 ώρες, ενώ σήμερα γίνονται προσπάθειες για αύξηση της εντερικής απορρόφησης της μέσω της σύζευξής της με άλλες ουσίες όπως η φωσφατιδυλοχολίνη. Η πιό σημαντική φαρμακολογική δράση της σιλυμαρίνης είναι η ηπατοπροστατευτική δράση που παρουσιάζει απέναντι σε πλήθος τοξινών, όπως η ακεταμινοφαίνη και η αιθανόλη (οινόπνευμα). Το εκχύλισμα παρουσιάζει σημαντική αντιοξειδωτική δράση, ενώ παράλληλα αυξάνει την πρωτεϊνοσύνθεση των ηπατικών κυττάρων. Πρόσφατα ανακαλύφθηκε η αντικαρκινική δράση του φυτού, αλλά και η μείωση της χοληστερόλης που προκαλεί, η καρδιοπροστατευτική και η νευροπροστατευτική του δράση. Σήμερα γίνονται μελέτες για τη δράση του Silybum Marianum και σε άλλα όργανα όπως το πάγκρεας, οι πνεύμονες και τα νεφρά.
Σχετικά με το μηχανισμό δράσης της σιλυμαρίνης στο ήπαρ, η αντιτοξική της δράση σε περίπτωση δηλητηρίασης από τον μύκητα Amanita phalloides (τοξικό μανιτάρι) οφείλεται στη διακοπή της εντεροηπατικής κυκλοφορίας των τοξινών του μύκητα, στην παρεμπόδιση της σύνδεσής τους με τις μεμβράνες των ηπατικών κυττάρων, όπως και στην αποτροπή της εισόδου τους στο κύτταρο. Η αντιτοξική της δράση σε άλλες περιπτώσεις, όπως η παρακεταμόλη, έχει διαφορετικό μηχανισμό. η αναγεννητική δράση της στο ήπαρ σχετίζεται με τη σύνδεση της σιλυβίνης σε υπομονάδα της RNA πολυμεράσης, που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της πρωτεϊνοσύνθεσης, ενώ η αντιινιδιακή της δράση στο ήπαρ, η οποία την καθιστά σημαντικό θεραπευτικό συμπλήρωμα σε περίπτωση κίρρωσης, σχετίζεται με εμπλοκή της στο σχηματισμό λευκοτριενίων.
Σήμερα, σύμφωνα με τις μονογραφίες της Γερμανικής Comission E (1986), οι ώριμοι καρποί του Silybum Marianum, οι οποίοι αποτελούν την δρόγη του φυτού, χορηγούνται σε περιπτώσεις προβλημάτων δυσπεψίας, ενώ το τυποποιημένο εκχύλισμα της δρόγης έχει σαν ένδειξη το ήπαρ που έχει υποστεί βλάβη λόγω τοξινών, αλλά και ως συμπληρωματική θεραπεία σε περιπτώσεις χρόνιας φλεγμονώδους ηπατικής ασθένειας και σε ηπατική κίρρωση. Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί ότι σε περιπτώσεις δηλητηρίασης από μύκητες του γένους Amanita, η θεραπεία που συστήνεται είναι η ενδοφλέβια έγχυση ενός παραγώγου της συλιβίνης (εμπορική ονομασία Legalon SIL).
Άλλες περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιείται σήμερα είναι σε χοληστερίνη, ηπατίτιδα, πέτρα στη χολή, καρκίνο, αλλά και ως πρώτη ύλη για τη δημιουργία ομοιοπαθητικού φαρμάκου. Ένα πολύ θετικό στοιχείο του Silybum Marianum είναι το γεγονός ότι είναι ένα ιδιαίτερα ασφαλές φυτό. Παρ” όλο που είναι ένα από τα πιο μελετημένα φυτά που χρησιμοποιούνται, έχουν σημειωθεί ελάχιστες ανεπιθύμητες ενέργειες από τη χρήση του φυτού, χωρίς καμία από αυτές να είναι ιδιαίτερα σοβαρή. Έχει διαπιστωθεί ήπια καθαρτική δράση, κυρίως σε περιπτώσεις χορήγησης μεγάλης δόσης σιλυμαρίνης, ενώ δεν έχουν αναφερθεί αλληλεπιδράσεις του φυτού με άλλα φάρμακα. Η σιλυμαρίνη έχει φανεί ότι αναστέλλει την καταλυτική δράση κάποιων ισοενζύμων του κυτοχρώματος P450, αλλά σε συγκεντρώσεις τις οποίες δεν φθάνει ουσιαστικά in vivo. Τέλος, απαιτείται συστηματικότερη έρευνα για να ανακαλυφθούν πιθανές αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα.
Τα τελευταία χρόνια έχει δημοσιευτεί ένας μεγάλος αριθμός μελετών, αλλά και κλινικών μελετών που αφορούν το Silybum Marianum. Η συνήθης δόση που χορηγείται στις κλινικές μελέτες είναι 420 mg ημερησίως. Θετικότερα αποτελέσματα έχουν φανεί σε περιπτώσεις παιδικής κίρρωσης τύπου Α και σε αλκοολική κίρρωση ενώ υπάρχουν έρευνες που δίνουν αντιφατικά αποτελέσματα ή που δεν είχαν επαρκή αριθμό δείγματος για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Σήμερα ερευνάται κυρίως η δράση του φυτού σε ηπατίτιδα C, στην ογκολογία καθώς και η στερεοχημεία της σιλυβίνης και παράγωγα της σιλυβίνης με καλύτερη φαρμακοκινητική, όπως το Legalon SIL που αναφέρθηκε παραπάνω.
Συμπερασματικά, το Silybum Marianum είναι ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο φυτό σε ηπατικές παθήσεις, το οποίο έχει πολλά πλεονεκτήματα, όπως αποτελεσματικότητα μετά από per os χορήγηση, ασφαλή χρήση, αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα, χαμηλό κόστος και εύκολη τυποποίηση του εκχυλίσματός του. Είναι πολύ πιθανόν στο μέλλον να χρησιμοποιηθεί και για τη δράση του σε άλλα όργανα, εκτός από το ήπαρ και τη χολή, ενώ προς το παρόν παραμένει, όπως φαίνεται από έρευνα που διεξήχθη στις ΗΠΑ, το πιο διαδεδομένο φαρμακευτικό φυτό σε ασθενείς με ηπατικές παθήσεις.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΡΘΡΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ Ε[ΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΘΝΟΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑΣ ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟ Φ.Σ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ, ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 24-25 ΜΑΙΟΥ 2008 ΣΤΟ ΒΟΛΟ ΜΕ ΘΕΜΑ «ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΗΠΑΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥΣ» ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΔΑ ΤΟΥ Π.Φ.Σ
Το είδα: enallaktikidrasi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου