ΤΣΕΡΝΟΜΠΙΛ 25 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Θλιβερή επέτειος, στον απόηχο
της καταστροφής στην Ιαπωνία...
www.pentelikonews.gr Επιμέλεια: Σοφία Αναγνωστοπούλου
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΜΕΝΗ η ανθρωπότητα παρακολουθεί τον τελευταίο καιρό ημέρες τον αγώνα για επιβίωση των ανθρώπων στην Ιαπωνία μετά τον καταστρεπτικό σεισμό της 11ης Μαρτίου και το τσουνάμι που επακολούθησε, αλλά και τη διαρροή ραδιενέργειας από τον πυρηνικό σταθμό στη Φουκουσίμα.
Παρακολουθώντας τις απεγνωσμένες προσπάθειες των υπευθύνων να περιορίσουν όσο γίνεται τη διαρροή, μας έρχεται στο νου το μεγαλύτερο πυρηνικό ατύχημα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Φέτος συμπληρώνονται 25 χρόνια από την ημέρα που σημειώθηκε η έκρηξη στον πυρηνικό σταθμό παραγωγής ενέργειας και στον αντιδραστήρα Νο 4 στην πόλη Τσερνόμπιλ της τότε Σοβιετικής Ένωσης, στις 26 Απριλίου 1986. Η πόλη και ο πυρηνικός σταθμός που έμελλε να γίνει ο εφιάλτης για την πληγείσα περιοχή, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη, σήμερα βρίσκονται σε εδάφη της Ουκρανίας και αποτελούν απαγορευμένη ζώνη.
Το ατύχημα ήταν της τάξης του μέγιστου προβλεπόμενου ατυχήματος στην Διεθνή Κλίμακα Πυρηνικών Συμβάντων, διατάραξε σοβαρότατα τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στις γύρω περιοχές και είχε σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία. Από το ατύχημα πέθαναν επιτόπου δύο από τους εργάτες του σταθμού. Μέσα σε τέσσερις μήνες, από τη ραδιενέργεια και από εγκαύματα λόγω της θερμότητας, πέθαναν 28 εκ των πυροσβεστών που έσπευσαν στο χώρο του ατυχήματος και διαπιστώθηκαν 19 επιπλέον θάνατοι ως το 2004.
Επιπλέον, τα δυσμενή αποτελέσματα του ατυχήματος του Τσερνόμπιλ εξακολουθούν να υφίστανται και οι δυσμενέστατες επιπτώσεις από την έκθεση του πληθυσμού σε άκρως επικίνδυνα ραδιενεργά στοιχεία, φάνηκαν μέσα σ’ αυτά τα 25 χρόνια που έχουν περάσει.
Από τις μελέτες που έχουν γίνει υπολογίζεται ότι επηρεάστηκε η υγεία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων εξαιτίας της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος με ραδιενέργεια. Οι ποσοστιαίες αυξήσεις των καρκίνων ήταν άνω του 15% στους πληθυσμούς που εκτέθηκαν, με χιλιάδες θανάτους από καρκίνο και λευχαιμία να συνδέονται με το ατύχημα.
Η πόλη Τσερνόμπιλ πριν και μετά την καταστροφή
Το εργοστάσιο στο Τσερνόμπιλ: Πυρηνικός Σταθμός Παραγωγής Ενέργειας
Ο Πυρηνικός Σταθμός Παραγωγής Ενέργειας του Τσερνόμπιλ (σοβιετική πλήρης ονομασία: Eργοστάσιο Παραγωγής Πυρηνικής Ενέργειας του Τσερνόμπιλ, Β.Ι. Λένιν - Чернобыльская АЭС им. В.И.Ленина), βρίσκεται στο εγκαταλελειμμένο πλέον χωριό Πρυπιάτ (ουκρανικά: При́п'ять) της Ουκρανίας. Το εργοστάσιο, το οποίο πήρε το όνομά του από την πόλη του Τσερνόμπιλ, μπήκε σε λειτουργία για τη Σοβιετική Ένωση το 1977 ως πρότυπο πυρηνικό εργοστάσιο. Στις 26 Απριλίου του 1986 σημειώθηκε στο εργοστάσιο το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ. Παρά το ατύχημα, το εργοστάσιο λειτουργούσε έως τον Δεκέμβριο του 2000 εξαιτίας μεγάλης ενεργειακής ζήτησης στην Ουκρανία.
Το πρόγραμμα ελέγχου στον αντιδραστήρα 4
Ας δούμε ένα σύντομο ιστορικό πριν από το ατύχημα, το οποίο μας δείχνει πως όχι μόνο αυτού του είδους τα εργοστάσια είναι άκρως επικίνδυνα, αλλά όταν γίνεται προσπάθεια να αποδώσουν τα μέγιστα σε ενέργεια, όσο κι αν προοδεύει η επιστήμη, τα πράγματα μπορεί να γίνουν ανεξέλεγκτα και άκρως επικίνδυνα.
Στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ είχε σχεδιαστεί η πραγματοποίηση του ελέγχου της ικανότητας της στροβιλογεννήτριας με αριθμό 8, να παρέχει ισχύ κατά τη διάρκεια εκτέλεσης φθίνουσας αυτοπεριστροφής, αφού διακοπεί η παροχή τροφοδότησής της. Η σχεδίαση του ελέγχου έγινε από τον αρχιμηχανικό σχεδιασμού του εργοστασίου και ο σκοπός του ήταν να ελεγχθεί αν είναι δυνατή με αυτή τη μέθοδο η παροχή αρκετής ισχύος ώστε να γίνεται εξαναγκασμένη κυκλοφορία του νερού στο σύστημα ψύξης του αντιδραστήρα. Η ιδέα αυτής της εξαναγκασμένης παροχής κατά τη φθίνουσα περιστροφή της στροβιλογεννήτριας είχε προβλεφθεί και είχε περιληφθεί ως ενδεχόμενη λειτουργία στο σχεδιασμό των αντιδραστήρων RBMK-1000 που χρησιμοποιούσε το Τσερνόμπιλ. Αντίστοιχοι έλεγχοι είχαν γίνει το 1982 στον αντιδραστήρα Νο 3 του πυρηνικού εργοστασίου και είχε βρεθεί ότι δεν είναι δυνατή η παροχή ισχύος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αποτέλεσμα αυτών ήταν η πραγματοποίηση νέων ελέγχων με πιο σύγχρονο σχεδιασμό της στροβιλογεννήτριας το 1984 και το 1985. Η βασική ιδέα σχετικά με το πρόγραμμα του 1986 ήταν η πραγματοποίηση του ελέγχου σε συνθήκες όσο πιο κοντά σε πραγματικές γίνεται. Εφόσον επαναξετάστηκε για άλλη μια φορά, προγραμματίστηκε ο έλεγχος να ξεκινήσει από τις 25 Απριλίου του 1986.
Το ατύχημα
Το ατύχημα συνέβη στη 01:26 ώρα Μόσχας, ξημερώματα του Σαββάτου 26 Απριλίου 1986. Εκείνη την ώρα στο εργοστάσιο βρίσκονταν περίπου 200 εργαζόμενοι των οποίων οι ενασχολήσεις σχετίζονταν με την ομαλή λειτουργία των πυρηνικών αντιδραστήρων 1, 2 και 3, καθώς και με το πρόγραμμα ελέγχου που λάμβανε χώρα στον αντιδραστήρα 4, όπου και σημειώθηκε η έκρηξη. Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου υπήρχαν άλλοι εργάτες οι οποίοι δούλευαν σε νυχτερινή βάρδια για την κατασκευή των αντιδραστήρων 5 και 6, οι οποίοι επρόκειτο να λειτουργήσουν το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς.
Σημειώθηκαν δύο εκρήξεις στο κτίριο του αντιδραστήρα Νο 4. Το αποτέλεσμά τους ήταν η διάνοιξη μιας τρύπας στην οροφή του κτιρίου και η εκτόξευση γραφίτη, σκυροδέματος και συντριμμιών. Σαν αποτέλεσμα αυτών, ο πυρήνας του αντιδραστήρα βρέθηκε σε επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον. Μεγάλο μέρος του ουρανίου που χρησιμοποιούνταν ως καύσιμο έφυγε στον αέρα μαζί με υπερουράνια στοιχεία και προϊόντα της σχάσης από τον πυρήνα του αντιδραστήρα, παρασυρόμενα από τον καπνό, του οποίου η στήλη έφτασε σε ύψος το ένα χιλιόμετρο.
Πυρκαγιά ξέσπασε στην οροφή πάνω από τον στρόβιλο του αντιδραστήρα. Επίσης φλόγες υπήρχαν στο εσωτερικό του κτιρίου μαζί με ατμούς και σκόνη. Ο γραφίτης που έπαιζε το ρόλο του επιβραδυντή του αντιδραστήρα, ανεφλέγη από τη θερμότητα και την έκρηξη. Ένας υπάλληλος του εργοστασίου που βρισκόταν ακριβώς πάνω από τον αντιδραστήρα της στιγμή της έκρηξης σκοτώθηκε ακαριαία και το πτώμα του δεν ήταν δυνατό να ανασυρθεί και ένας δεύτερος υπάλληλος τραυματίστηκε από συντρίμμια που έπεσαν πάνω του και εμφάνισε σοβαρά εγκαύματα. Απεγκλωβίστηκε άμεσα αλλά υπέκυψε λίγες ώρες αργότερα.
Τα αίτια του ατυχήματος
Το ατύχημα στο Τσερνόμπιλ προήλθε γενικά από μια σειρά γεγονότων η οποία περιλάμβανε μεταξύ άλλων μη προβλεπόμενους χειρισμούς και λάθη, τα οποία σε συνδυασμό με τον σχεδιασμό του αντιδραστήρα RBMK-1000, που χρησιμοποιούσε το εργοστάσιο, οδήγησαν στο ατύχημα.
Σύμφωνα με την επανεκτίμηση του ατυχήματος από τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας που έγινε το 1992, οι ακόλουθοι παράγοντες μπορεί να προκάλεσαν το Πυρηνικό Ατύχημα στο Τσερνόμπιλ:
- Κάποια βλάβη στην αντλία ή κράτηση της αντλίας που πραγματοποιούσε την κυκλοφορία του ψυκτικού μέσου. Στο εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ το ψυκτικό μέσον ήταν ζέον ύδωρ.
- Ενδεχόμενη διαταραχή λειτουργίας της αντλίας ψύξης ή κένωσή της από ψυκτικό.
Τα δύο παραπάνω, σε συνδυασμό με τον πολύ μεγάλο και θετικό συντελεστή κενού που χαρακτηρίζει τον αντιδραστήρα RBMK-1000, είναι δυνατόν να οδήγησαν σε απότομη αύξηση της επίδρασης του συντελεστή κενού. Ο συντελεστής κενού εκφράζει την αύξηση της θερμικής ισχύος σε περίπτωση δημιουργίας κενού στον επιβραδυντή του αντιδραστήρα ή στη ροή του ψυκτικού. Στους RBMK-1000 ο συντελεστής αφορά στο ψυκτικό μέσο. Επομένως μία αύξηση του συντελεστή κενού σε τέτοιον αντιδραστήρα μεταφράζεται ως δημιουργία κενού (π.χ. φυσαλίδας) στη ροή του μέσου, που δημιουργεί μεγάλη αύξηση (μεγάλος σε μέγεθος, θετικός συντελεστής) στη θερμική ισχύ που παράγεται από την τρέχουσα πυρηνική δραστηριότητα.
- Κάποια βλάβη στα κανάλια καυσίμου που αποτελούνταν από κράμα Ζιρκονίου ή στις συγκολλήσεις μεταξύ αυτών και των σωληνώσεων ανοξείδωτου ατσαλιού, κατά πάσα πιθανότητα κοντά στο σημείο όπου συνδέονταν με τον αντιδραστήρα στη βάση του. Ο αντιδραστήρας RBMK-1000 έχει τη δυνατότητα να τροφοδοτείται με καύσιμο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του χωρίς διακοπή και η τροφοδότηση με καύσιμο γίνεται μέσα από τα κανάλια καυσίμου. Η βλάβη ενός καναλιού καυσίμου θα μπορούσε να αποτελέσει την αιτία μιας απότομης αύξησης στο κλάσμα κενού του ψυκτικού μέσου καθώς αυτό εισερχόταν στη ροή. Έτσι είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μια τοπική αύξηση της δραστικότητας που θα ενεργοποιούσε φαινόμενο πολλαπλασιασμού της στο χώρο του πυρήνα του αντιδραστήρα.
Η διαχείριση της κρίσης: Έλλειψη εκπαίδευσης, ελλιπής εξοπλισμός και λάθος εκτίμηση της κατάστασης
Η κλίμακα της καταστροφής ενισχύθηκε από την έλλειψη εκπαίδευσης και εξοπλισμού του προσωπικού του εργοστασίου, η οποία οδήγησε σε σοβαρά λάθη εκτίμησης της πραγματικής κατάστασης. Τα επίπεδα ραδιενέργειας στις πλέον μολυσμένες περιοχές του εργοστασίου έχει υπολογιστεί ότι έφτασαν τα 5,6 Ρέντγκεν ανά δευτερόλεπτο (Ρ/δ), τα οποία ισοδυναμούν με 20.000 Ρέντγκεν ανά ώρα (Ρ/ω).
Καθώς η θανάσιμη δόση είναι 500 Ρέντγκεν σε 5 ώρες, μη προστατευμένοι εργαζόμενοι έλαβαν μοιραίες δόσεις μέσα σε λίγα μόλις λεπτά. Εντούτοις, την ώρα της καταστροφής οι εργαζόμενοι δεν ήξεραν τα πραγματικά επίπεδα ραδιενέργειας. Ένα δοσίμετρο με δυνατότητα μέτρησης έως 1.000 Ρ/δ δεν ήταν προσβάσιμο λόγω της έκρηξης, ενώ ένα δεύτερο δεν λειτούργησε όταν προσπάθησαν να το χρησιμοποιήσουν. Τα υπόλοιπα δοσίμετρα είχαν όριο μέτρησης τα 0,001 Ρ/δ και κατά συνέπεια έδειχναν «μέτρηση εκτός κλίμακας». Έτσι το προσωπικό του αντιδραστήρα μπορούσε μόνο να βεβαιώσει ότι η ακτινοβολία ήταν μεγαλύτερη των 0,001 Ρ/δ (3,6 Ρ/ω), ενώ τα πραγματικά επίπεδα ήταν, σε ορισμένες περιοχές, 5.600 φορές υψηλότερα.
Εξαιτίας των λανθασμένων μετρήσεων, ο επικεφαλής του προσωπικού του αντιδραστήρα, Αλεξάντερ Ακίμοβ, υπέθεσε ότι ο αντιδραστήρας ήταν ανέπαφος. Τα κομμάτια γραφίτη και πυρηνικής καύσιμης ύλης γύρω από το κτίριο αγνοήθηκαν και οι μετρήσεις ενός νέου δοσίμετρου, το οποίο έφτασε στις 4:30 π.μ., απορρίφθηκαν με το σκεπτικό ότι και αυτό ήταν ελαττωματικό.
Ο Ακίμοβ έμεινε με τους άντρες του στο κτίριο του αντιδραστήρα μέχρι το πρωί, προσπαθώντας να αντλήσει νερό στον αντιδραστήρα. Κανείς τους δεν φορούσε προστατευτική στολή και οι περισσότεροι –ανάμεσά τους και ο Ακίμοβ– πέθαναν από έκθεση σε ακτινοβολία μέσα σε διάστημα τριών εβδομάδων.
Έλεγχος της πυρκαγιάς
Λίγο μετά το ατύχημα, έφτασαν επιτόπου πυροσβέστες οι οποίοι προσπάθησαν να σβήσουν τις φλόγες, αλλά δεν ενημερώθηκαν ενημέρωσαν για το πόσο επικίνδυνα ραδιενεργοί ήταν οι καπνοί και τα συντρίμμια. Η φωτιά στην οροφή του σταθμού και στην περιοχή γύρω από τον αντιδραστήρα 4 έσβησε στις 5 π.μ., όμως πολλοί πυροσβέστες δέχθηκαν υψηλές δόσεις ραδιενέργειας. Η φωτιά μέσα στον αντιδραστήρα 4 συνέχισε να καίει μέχρι που την έσβησαν ελικόπτερα τα οποία πέταξαν υλικά όπως άμμο, μόλυβδο, πηλό και βόριο μέσα στον φλεγόμενο αντιδραστήρα.
Η έκρηξη και η φωτιά πέταξαν στον αέρα όχι μόνο σωματίδια του πυρηνικού καυσίμου, αλλά και πολύ πιο επικίνδυνα ραδιενεργά στοιχεία, όπως καίσιο-137, ιώδιο-131, στρόντιο-90 και άλλα ραδιοϊσότοπα.
Εκκένωση του Πριπυάτ
Η κυβερνητική επιτροπή που ερευνούσε το ατύχημα, με επικεφαλής τον Βαλέρι Λεγκασόβ, έφτασε στο Τσερνόμπιλ το απόγευμα της 26ης Απριλίου. Μέχρι τότε δύο άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους και 52 βρίσκονταν στο νοσοκομείο. Τη νύχτα από 26 προς 27 Απριλίου, περισσότερες από 24 ώρες μετά την έκρηξη, η επιτροπή, ευρισκόμενη αντιμέτωπη με πλήθος αποδείξεων για ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας και αριθμό περιπτώσεων έκθεσης σε ακτινοβολία, αναγκάστηκε να παραδεχτεί την καταστροφή του αντιδραστήρα και να δώσει εντολή για εκκένωση της κοντινής πόλης του Πριπυάτ.
Η εκκένωση ξεκίνησε στις 2:00 μ.μ. της 27ης Απριλίου. Για να μειωθούν οι αποσκευές, ειπώθηκε στους κατοίκους ότι η εκκένωση ήταν προσωρινή, διάρκειας περίπου τριών ημερών. Ως αποτέλεσμα, στο Πριπυάτ παραμένουν ακόμα προσωπικά αντικείμενα, τα οποία δεν θα μπορέσουν ποτέ να μετακινηθούν λόγω της ραδιενέργειας.
Θερμική έκρηξη
Το νερό που είχε εισαχθεί βιαστικά στο κτίριο του αντιδραστήρα, σε μια μάταιη προσπάθεια να σβηστεί η φωτιά, είχε γεμίσει το χώρο κάτω από το πάτωμα του αντιδραστήρα. Παράλληλα, το πυρωμένο καύσιμο και άλλα υλικά στο πάτωμα του αντιδραστήρα είχαν αρχίσει να το τρυπάνε και να αναμιγνύονται με λιωμένο τσιμέντο από τα τοιχώματα του αντιδραστήρα, δημιουργώντας ένα ραδιενεργό υγρό μεγάλου ιξώδους, συγκρίσιμο με λάβα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από υλικά που έριχναν τα ελικόπτερα, τα οποία δρούσαν σαν φούρνος, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο τις θερμοκρασίες από κάτω τους. Αν αυτό το υλικό ερχόταν σε επαφή με το νερό, θα είχε ως αποτέλεσμα μια θερμική έκρηξη, η οποία πιθανώς θα ήταν χειρότερη από την αρχική έκρηξη του αντιδραστήρα.
Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, στάλθηκαν από τη σοβιετική κυβέρνηση στρατιώτες και εργάτες (οι αποκαλούμενοι «ρευστοποιητές») ως προσωπικό εκκαθάρισης. Δύο από αυτούς στάλθηκαν με στολές κατάδυσης να ανοίξουν τις θυρίδες αποστράγγισης του ραδιενεργού νερού, ώστε να εμποδιστεί μια θερμική έκρηξη. Πιστεύεται ότι ήταν οι μηχανικοί Αλεξέι Ανανένκο (που ήξερε πού βρίσκονταν οι βαλβίδες) και Βαλερί Μπεζπαλόβ, συνοδευόμενοι από ένα τρίτο άνδρα, τον Μπόρις Μπαρανόβ.
Απομάκρυνση καταλοίπων
Τα χειρότερα ραδιενεργά κατάλοιπα συγκεντρώθηκαν μέσα στα υπολείμματα του αντιδραστήρα. Ο ίδιος ο αντιδραστήρας καλύφθηκε με σάκους που περιείχαν άμμο, μόλυβδο και βορικό οξύ, οι οποίοι πετάχτηκαν από ελικόπτερα (περίπου 5.000 τόνοι τη βδομάδα μετά το ατύχημα). Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1986 είχε χτιστεί μια μεγάλη τσιμεντένια σαρκοφάγος για να σφραγίσει τον αντιδραστήρα και τα περιεχόμενά του.
Πολλά από τα οχήματα των «ρευστοποιητών» παραμένουν σκορπισμένα γύρω από την περιοχή του Τσερνόμπιλ ακόμα και σήμερα.
Οι επιπτώσεις σε τοπικό επίπεδο
Το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνόμπιλ, είχε σημαντικές επιπτώσεις στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας (ΣΣΔΟ - Ουκρανία από τις 24 Αυγούστου του 1991) και στην ευρύτερη περιοχή της ΕΣΣΔ. Σοβιετικοί και άλλοι επιστήμονες κατέγραφαν τα δεδομένα για τη μόλυνση του αέρα, των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, των προϊόντων της καλλιέργειας, των τροφίμων και των κατοικημένων περιοχών της ΣΣΔΟ, της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Λευκορωσίας (ΣΣΔΛ) και της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας (ΡΣΟΣΔ). Ο συστηματικός έλεγχος για τη μόλυνση από ραδιενέργεια συνεχίστηκε και μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και συνεχίζεται και σήμερα. Τα αποτελέσματα συγκεντρώνει και δημοσιοποιεί μεταξύ άλλων και η Διεθνής Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, ανά πέντε ή δέκα έτη.
Οι μετρήσεις περιλάμβαναν δειγματοληψία του εδάφους, των αγροτικών προϊόντων, του κρέατος, του γάλακτος, του νερού και του αέρα. Στο έδαφος γινόταν διαχωρισμός ανάλογα με το αν ήταν σε περιοχές με καλλιεργήσιμα εδάφη, με ένα ή πολλά είδη καλλιέργειας, με το αν είχαν πληγεί άμεσα από τη ραδιενέργεια και με το αν κατοικούνταν ή ήταν περιοχές φυσικού περιβάλλοντος. Για τα δείγματα που προέρχονταν από το έδαφος περιοχών εκτός των καλλιεργήσιμων, λαμβάνονταν αρχικά μετρήσεις της ακτινοβολίας γάμμα που υποδείκνυαν αν υπάρχει εκεί θερμό σημείο, που θα υποδήλωνε συσσώρευση της ραδιενεργού δράσης στην περιοχή αυτή με εμφάνιση οξείας κορυφής. Αν εμφανιζόταν θερμό σημείο η περιοχή θεωρείτο ακατάλληλη για δειγματοληψία και επιλεγόταν άλλη περιοχή οπότε και λαμβάνονταν ένα με έξι δείγματα για αυτήν. Αυτή η μέθοδος που περιλάμβανε τη σκόπιμη παράλειψη των θερμών σημείων κρίθηκε ανεπαρκής για τη δειγματοληψία του εδάφους όπου υποτίθεται ότι τα θερμά σημεία θεωρούνται περιορισμένης έκτασης και μεγέθους που δεν υπερβαίνει τα λίγα μέτρα. Όμως, ακόμη και στην Πολωνία, το 1986, βρέθηκαν θερμά «σημεία» δεκάδων έως και εκατοντάδων μέτρων με δεκαπλάσια ποσά ραδιενέργειας από τις γύρω περιοχές.
Η Απαγορευμένη Ζώνη
Η ζώνη εφαρμόστηκε λίγο μετά την καταστροφή του Τσερνόμπιλ το 1986, για να βοηθήσει στην εκκένωση του τοπικού πληθυσμού και στην αποτροπή εισόδου στην σημαντικά μολυσμένη περιοχή. Η τοποθεσία γύρω από το χώρο του ατυχήματος χωρίστηκε σε τέσσερις ομόκεντρες ζώνες ανάλογα με το βαθμό επικινδυνότητας. Κάθε οικιστική, πολιτική και επαγγελματική δραστηριότητα είναι απαγορευμένη και ποινικοποιημένη μέσα στη τέταρτη και πιο επικίνδυνη ζώνη, ακτίνας 30 χιλιομέτρων. Η μόνη επίσημη εξαίρεση είναι η λειτουργία του πυρηνικού σταθμού στο Τσερνόμπιλ και τις επιστημονικές εγκαταστάσεις που σχετίζονται με τις έρευνες για την ασφάλεια της πυρηνικής ενέργειας.
Η χλωρίδα και η πανίδα στην περιοχή επηρεάστηκαν σημαντικά μετά το ατύχημα. Πευκοδάση στην περιοχή καταστράφηκαν από τη ραδιενέργεια, ενώ υπήρξαν αναφορές και για μεταλλάξεις σε ζώα, με μόνη επιστημονική καταγραφή τον μερικό αλμπινισμό στα χελιδόνια. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αναφορές ότι η άγρια ζωή στην περιοχή γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη λόγω της έλλειψης του ανθρώπινου παράγοντα. Εντούτοις, επιστημονικές έρευνες αντικρούουν αυτές τις αναφορές, ισχυριζόμενες ότι τα επίπεδα ραδιενέργειας έχουν σημαντική επίπτωση σε άγρια ζώα και φυτά.
Η περιοχή είναι επίσης γεμάτη με νεκροταφεία οχημάτων (περισσότερα από 800) γεμάτα από μολυσμένα στρατιωτικά οχήματα και ελικόπτερα. Επίσης, δεκάδες ποταμόπλοια και φορτηγίδες σκουριάζουν σε εγκαταλελειμμένα λιμάνια.
Περιβάλλον
Διάφορα επιστημονικά ινστιτούτα και συντονιστικές επιτροπές στην ΕΣΣΔ συμμετείχαν μετά το ατύχημα σε λεπτομερή αποτίμηση της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος μέσω ελέγχων διαφόρων ραδιολογικών συστατικών. Κυρίως μελετήθηκε και έγινε καταγραφή της παρουσίας του 134Cs, του 137Cs, του Sr και του Pu καθώς και η παρουσία έντονα ραδιενεργών σωματιδίων (θερμά σωματίδια - hot particles).
Ο αντιδραστήρας 4 του Τσερνόμπιλ, εγκιβωτισμένος στην παλιά σαρκοφάγο του
Ο πυρηνικός σταθμός σήμερα
Τον Σεπτέμβριο του 2007 η Ουκρανία ενέκρινε την κατασκευή ενός ατσάλινου κελύφους πάνω από τον αντιδραστήρα, σε αντικατάσταση της υπάρχουσας σαρκοφάγου, η οποία κινδυνεύει από κατάρρευση. Το κέλυφος το οποίο κατασκευάζεται από τον όμιλο γαλλικών εταιρειών Novarka, θα κοστίσει 432 εκατ. ευρώ (κατ’ άλλες πηγές 505 εκατ. ευρώ), με το κόστος να καλύπτεται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης και διεθνείς χορηγούς. Η τοξωτή κατασκευή θα έχει πλάτος 257 μέτρων, ύψος 105 μέτρων και μήκος 150 μέτρων και θα χρειαστούν 58 μήνες για την ολοκλήρωσή της. Η νέα σαρκοφάγος κατασκευάζεται σε σχετική απόσταση από τον αντιδραστήρα και μόλις ολοκληρωθεί θα μετακινηθεί πάνω σε ράγες προς την τελική της θέση, πάνω από την προϋπάρχουσα σαρκοφάγο. Μετά το πέρας της κατασκευής θα ξεκινήσει η αποδόμηση του πυρήνα 4.
Επιπτώσεις στον πληθυσμό της περιοχής
Ως αποτέλεσμα του ατυχήματος 237 άνθρωποι υπέφεραν από οξείας μορφής μόλυνση από ραδιενέργεια, από τους οποίους 31 πέθαναν μέσα στους πρώτους τρεις μήνες. Οι περισσότεροι ήταν πυροσβέστες και διασώστες, οι οποίοι δεν ήταν πλήρως ενήμεροι για τους κινδύνους που διέτρεχαν. 135.000 άνθρωποι εκκένωσαν την περιοχή, 50.000 από αυτούς κάτοικοι του Πριπυάτ. Ο συνολικός αριθμός των θανάτων στην περιοχή είναι δύσκολο να καθοριστεί επακριβώς λόγω της μυστικοπάθειας του τότε καθεστώτος, η οποία οδήγησε σε ελλιπή καταγραφή των σχετικών στατιστικών στοιχείων.
Επιπτώσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη
Το ατύχημα στο Τσερνόμπιλ είχε επιπτώσεις στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, με τη δυτική, ανατολική και βόρεια Ευρώπη να δέχεται το μεγαλύτερο ποσοστό ραδιενεργών ισοτόπων (περισσότερα από τα μισά ραδιενεργά σωματίδια που απελευθερώθηκαν από το ατύχημα κατέληξαν σε περιοχές εκτός ΕΣΣΔ). Πρώην Γιουγκοσλαβία, Φινλανδία, Σουηδία, Γερμανία, Βουλγαρία, Νορβηγία, Ρουμανία, Αυστρία και Πολωνία δέχθηκαν η κάθε μία περισσότερα από ένα πεταμπεκερέλ (1015 Bq) καισίου 137.
Η περιοχή που μολύνθηκε με πάνω από 4.000 Bq/m2 καλύπτει το 40% της επιφάνειας της Ευρώπης, ενώ το 2,3% δέχτηκε πάνω από 40.000 Bq/m2. Υπολογίζεται ότι από τη συνολική δόση ραδιενέργειας που έλαβε ο πληθυσμός της γης λόγω του ατυχήματος, το 36% αντιστοιχεί στους κατοίκους Ρωσίας, Ουκρανίας και Λευκορωσίας και το 53% στους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Ακόμα και σήμερα υπάρχουν περιορισμοί στη διακίνηση τροφίμων σε χώρες της Ευρώπης:
- Στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχουν περιορισμοί σε 374 φάρμες με 200.000 πρόβατα.
- Στη Σουηδία και στη Νορβηγία υπάρχουν περιορισμοί για ζώα που βρίσκονται σε ελεύθερο περιβάλλον (ανάμεσά τους και οι τάρανδοι).
- Στη Γερμανία αλλά και σε άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες ανιχνεύονται υψηλά ποσοστά καισίου 137 σε άγρια ζώα, όπως αγριόχοιρους (μέσα επίπεδα 6.800 Bq/kg, δέκα φορές υψηλότερα από το όριο ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα 600 Bq/kg).
Εκτιμάται ότι περισσότερο από το μισό του ιωδίου 131 που διέφυγε από το Τσερνόμπιλ κατέληξε εκτός ΕΣΣΔ. Το ραδιενεργό ιώδιο προκαλεί αύξηση των περιπτώσεων καρκίνου του θυρεοειδούς και σύμφωνα με εκτιμήσεις, παρουσιάστηκε αύξηση αυτής της μορφής καρκίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Τσεχία, χρειάζονται όμως περισσότερες έρευνες για να υπάρξει συνολική εικόνα για την Ευρώπη.
Κάποιες άλλες μελέτες αναφέρουν επίσης αύξηση της παιδικής λευχαιμίας στη Δυτική Γερμανία, στην Ελλάδα και στη Λευκορωσία. Έχοντας υπόψη ότι τα περισσότερα είδη καρκίνου χρειάζονται 20 με 60 χρόνια μεταξύ έκθεσης στο αίτιο και εκδήλωσης της ασθένειας, είναι προφανές ότι είναι ακόμα νωρίς για να εκτιμήσουμε τις πραγματικές διαστάσεις των επιπτώσεων του ατυχήματος.
Επιπτώσεις στην Ελλάδα
Μέρος του ραδιενεργού νέφους από το Τσερνόμπιλ έφτασε και στην Ελλάδα μετά από μερικές μέρες. Προκλήθηκε μεγάλος πανικός στον ελληνικό πληθυσμό, συγκεκριμένα σχετικά με την ασφάλεια των τροφίμων, με τον κρατικό μηχανισμό να κάνει συστάσεις για αποφυγή του φρέσκου γάλακτος και το καλό πλύσιμο φρούτων και λαχανικών από τις 5 Μαΐου και μετά.
Το ραδιενεργό νέφος επηρέασε κυρίως τη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία, όπου χρόνια αργότερα ανιχνεύονταν ποσά ραδιενέργειας υψηλότερα του κανονικού. Στη χώρα μας έκπληκτοι οι πολίτες, μόλις στις 29 Απριλίου, παρακολουθούσαν από τα –δύο εκείνη την εποχή– κανάλια της τηλεόρασης την είδηση για το πυρηνικό ατύχημα. Ήταν Μεγάλη Τετάρτη και ετοιμάζονταν για τον εορτασμό του Πάσχα. Οι εβδομάδες που ακολούθησαν ήταν εφιαλτικές. Κάποιοι κατηγορούσαν τον «Δημόκριτο» για ολιγωρία, αφού «άφησε τους καταναλωτές να αγοράζουν λαχανικά για το Πάσχα παρά το γεγονός ότι μπορεί να είχαν προσβληθεί από ραδιενέργεια». Αρκετοί σταμάτησαν να τρώνε λαχανικά, ενώ η υστερία είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο που κάτοικοι της Βόρειας Ελλάδας μετανάστευαν προσωρινά στην Αθήνα.
Μετρήσεις που έγιναν δέκα χρόνια μετά, το 1996, έδειξαν εκπομπές καισίου στα 65 κιλομπεκερέλ ανά τετραγωνικό μέτρο, με το όριο επικινδυνότητας να βρίσκεται στα 5 κιλομπεκερέλ. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία δεν παρατηρήθηκε αύξηση στη συχνότητα της λευχαιμίας, εκτός από τη σπάνια βρεφική λευχαιμία, αλλά ούτε και στον καρκίνο του θυρεοειδούς.
Ευρωπαϊκές ιατρικές επιθεωρήσεις, διαφορετικές μεταξύ τους, έχουν αναφέρει στο παρελθόν πάντως ότι ο αριθμός των θυμάτων του Τσερνόμπιλ στην Ελλάδα ίσως να φτάνει τους 1.500. Τόσες ήταν μέσα στη δεκαετία 1986 - 1996 οι καταγεγραμμένες ανεξήγητες περιπτώσεις καρκίνου, οι οποίες δεν δικαιολογούνταν από το «ιστορικό» του ασθενή. Σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι 2.500 τεχνητές διακοπές κύησης που έγιναν στην Ελλάδα κατά το διάστημα αμέσως μετά την καταστροφή, για προληπτικούς λόγους, σύμφωνα με τη Διεθνή Επιθεώρηση Μολυσματικών Ασθενειών (1986-87).
Όλοι οι επιστήμονες συμφωνούν πάντως ότι λόγω της συγκάλυψης των πραγματικών στοιχείων από τις αρχές της τότε Σοβιετικής Ένωσης, κανείς ποτέ δεν θα μάθει τις πραγματικές διαστάσεις της καταστροφής. Όμως ακόμα και οι πιο συντηρητικές εκτιμήσεις είναι τρομακτικές. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ουκρανικού υπουργείου Υγείας, περίπου 33.000 άνθρωποι έχουν χάσει μέχρι τώρα τη ζωή τους εξαιτίας των συνεπειών του Τσερνόμπιλ και 400.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Στις περιοχές που μολύνθηκαν ζούσαν 17.223.700 άνθρωποι. H καταστροφή του Τσερνόμπιλ έχει επιφέρει μία μαζική αύξηση των καρκίνων, κυρίως του θυρεοειδούς, στις χώρες που επλήγησαν περισσότερο.
Tσερνόμπιλ είκοσι χρόνια μετά, ο εφιάλτης εξακολουθούσε να ζει και στην Eλλάδα
H «σκιά» του δυστυχήματος στο Τσερνόμπιλ έπεφτε και το 2006 ακόμα –είκοσι χρόνια μετά– πάνω από την Ελλάδα, όπως έδειχναν οι τότε μετρήσεις των επιστημόνων.
Τα ραδιενεργά στοιχεία– και ιδιαίτερα το καίσιο– στο έδαφος, στα υπόγεια νερά, στο χώμα, στα φυτά, στα ζώα παρέμεναν, σε ορισμένες περιοχές της χώρας, στα ίδια επίπεδα με εκείνα του 1986. Από το Καρπενήσι έως την Καρδίτσα, την Κατερίνη, το Κιλκίς και από τη Θεσσαλονίκη έως τη Χαλκιδική και τη Φλώρινα οι συγκεντρώσεις του ραδιενεργού καισίου έφταναν ακόμα τα 65 Κιλομπεκερέλ ανά τετραγωνικό μέτρο εδάφους, όταν το όριο επικινδυνότητας, σύμφωνα με τους επιστήμονες, δεν ξεπερνά τα 5 Κιλομπεκερέλ.
Βεβαίως, ακόμα και σε τέτοια επίπεδα, οι τιμές αυτές δεν συγκρίνονται με τις αντίστοιχες που καταγράφηκαν τα προηγούμενα χρόνια στη Βόρεια Ρωσία και τη Βόρεια Ευρώπη. Το 1986, λίγες ημέρες ύστερα από το πυρηνικό δυστύχημα στο Τσερνόμπιλ, οι επιστήμονες είχαν μετρήσει και στη χώρα μας υψηλές συγκεντρώσεις αντιμονίου, ζιρκονίου, δημητρίου και μαγγανίου – πρόκειται για πολύ επικίνδυνα στοιχεία.
Ωστόσο, στις μετρήσεις που έγιναν το 1996, η Ελλάδα βρέθηκε σχεδόν «καθαρή» σε όλα –με την εξαίρεση του καισίου... Οι μεγαλύτερες ποσότητες καισίου εντοπίζονταν τότε στη Δυτική Μακεδονία και τη Βόρεια Θεσσαλία, ενώ «λευκές» ήταν οι Κυκλάδες, η Κρήτη, η Αττική και το μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου.
Υψηλές συγκεντρώσεις ραδιενεργών στοιχείων εντοπίστηκαν και στη θάλασσα. Οι πλέον πρόσφατες μετρήσεις έδειξαν ότι στα νερά των Δαρδανελλίων η συγκέντρωση καισίου είναι 6 φορές υψηλότερη από αυτήν του Αιγαίου, η οποία με τη σειρά της είναι 7 φορές υψηλότερη από αυτή του Ιονίου Πελάγους.
Οι μετρήσεις
H ερευνητική ομάδα που επιμελήθηκε τον έλεγχο το 2006, με επικεφαλής τον καθηγητή κ. Σίμο Σιμόπουλο, διευθυντή του τομέα Πυρηνικής Τεχνολογίας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ασχολείτο από το 1986 και για είκοσι χρόνια συνεχώς με τις επιπτώσεις του Τσερνόμπιλ στην Ελλάδα.
«Λίγες μόνο εβδομάδες μετά το δυστύχημα, ένα απόγευμα, πήρα μόνος μου το αυτοκίνητο και γύρισα όλη την Ελλάδα», θυμάται ο ίδιος. «Ανά 10 χιλιόμετρα σταματούσα. Έσκαβα λίγο και μάζευα χώμα. Το Τμήμα μας στο Πολυτεχνείο, είναι το μοναδικό στην Ευρώπη που διαθέτει τόσο μεγάλο αριθμό δειγμάτων από χώματα. Μετρήσαμε τη ραδιενέργεια σε όλο το μήκος και το πλάτος της ελληνικής επικράτειας. Συνολικά 1.246 δείγματα εδάφους από εκείνη την εποχή εξακολουθούν μέχρι σήμερα να βρίσκονται ταξινομημένα στο υπόγειο του εργαστηρίου του Τομέα Πυρηνικής Τεχνολογίας».
Οι ερευνητές συνέκριναν τις αρχικές καταγραφές με νεότερες –έως και σήμερα άλλωστε γίνονται συνεχώς μετρήσεις. Το συμπέρασμα είναι ότι ελάχιστα είχε αλλάξει η κατάσταση τα τελευταία 20 χρόνια.
Όπως έλεγε τότε ο κ. Σιμόπουλος «κανείς δεν γνωρίζει για πόσα χρόνια ακόμα θα μας βασανίζει η ραδιενέργεια. Δεν έχουμε εμπειρία. Τώρα τη μαθαίνουμε. Ένα από τα άγνωστα σε μας στοιχεία είναι η χρονική διάρκεια των επιπτώσεων».
«Τα ραδιενεργά κατάλοιπα έχουν συγκεκριμένο χρόνο ζωής», ανέφερε από τη δική του πλευρά το 2006 ο αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών κ. Στέφανος Τσιτομενέας. «Το ραδιενεργό καίσιο –από το οποίο μολύνθηκε κυρίως η ελληνική επικράτεια, αμέσως μετά το δυστύχημα του Τσερνόμπιλ – έχει διάρκεια ζωής τα 35 έτη. Έχουν περάσει μόλις τα 20...».
Σημειώνεται ότι άλλοι επιστήμονες μιλούν για διάρκεια ζωής του καισίου πάνω από 80 χρόνια…
Επικίνδυνο και ύπουλο το καίσιο
Το καίσιο είναι εξαιρετικά επικίνδυνο ραδιενεργό στοιχείο. Προσλαμβάνεται μέσω της τροφής - τόσο από λαχανικά όσο και από κρέατα ζώων που κατανάλωσαν ραδιενεργά χόρτα. Όπως λένε οι επιστήμονες, τα φαινόμενα της επίδρασης της ακτινοβολίας μικρών δόσεων καισίου στον άνθρωπο χαρακτηρίζονται «στοχαστικά». Δηλαδή οι «χαμηλές» δόσεις δεν έχουν άμεσα διακριτές επιπτώσεις και αυτό ακριβώς είναι ένα από τα ύπουλα χαρακτηριστικά στοιχεία του. Όσο οι απορροφώμενες ραδιενεργές δόσεις μικραίνουν τόσο η ασάφεια για τις επιπτώσεις τους μεγαλώνει - και αντίστροφα. Πάντως το καίσιο μπορεί να προκαλέσει καρκίνο στο γαστρεντερικό σύστημα, ο οποίος μπορεί να εκδηλωθεί ακόμα και 30 χρόνια μετά την έκθεση του ανθρώπου στη ραδιενέργεια.
«Μετά τα είκοσι χρόνια θα αρχίσουν οι επιπτώσεις»
«Είναι σίγουρο ότι το δυστύχημα του Τσερνόμπιλ προκάλεσε χιλιάδες θανάτους», ανέφερε ο καθηγητής κ. Σιμόπουλος το 2006. «Στην Ελλάδα, έως τώρα τουλάχιστον υπήρξαμε πιο τυχεροί. Το είδος της ραδιενέργειας που έφτασε αποτελεί την αιτία εκδήλωσης ραγδαία εξελισσόμενου καρκίνου στο γαστρεντερικό σύστημα. Κάτοικοι της Ρωσίας και της Ουκρανίας πέθαναν από λευχαιμία και θυρεοειδή, που εκδηλώνεται μέσα σε διάστημα ελαχίστων ετών από την έκθεση σε ραδιενέργεια. Για να εκδηλωθεί καρκίνος στο γαστρεντερικό σύστημα από ραδιενέργεια, όμως, χρειάζονται περίπου 20 χρόνια. Εάν επαληθευτούν αυτές οι δυσοίωνες θεωρίες, κάτι για το οποίο δεν είμαι σίγουρος, από τώρα και μετά θα αρχίσουμε να μετράμε θύματα από το Τσερνόμπιλ».
Ο Όλυμπος έσωσε την Ήπειρο!
Στα μεγάλα δάση της ανατολικής πλευράς του Ολύμπου Γάλλοι ερευνητές είχαν μετρήσει το 2002 τις συγκεντρώσεις καισίου. Τα ευρήματα ήταν εξαιρετικά ανησυχητικά: Βρέθηκαν υψηλές συγκεντρώσεις στα ανώτερα στρώματα του εδάφους, σε βακτήρια του δάσους, στη μικροπανίδα και στη μικροχλωρίδα. Το ίδιο παρατηρήθηκε σε είδη φρούτων, όπως τα άγρια βατόμουρα και οι άγριες φράουλες που βρίσκονται σε αφθονία στην περιοχή. Το συμπέρασμα ήταν «η μόλυνση μειώνεται αργά ή παρέμεινε σταθερή ιδίως στα πολυετή είδη χλωρίδας». Ο κ. Σιμόπουλος διευκρινίζει ότι ο Όλυμπος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην κατανομή της ραδιενέργειας. «Το 1986, από το Τσερνόμπιλ, ξεκίνησαν τρία διαδοχικά ραδιενεργά νέφη. Το ένα κατευθύνθηκε προς τη Σκανδιναβία, το δεύτερο προς την Κεντρική Ευρώπη και το τρίτο προς τα Βαλκάνια και την Ελλάδα. Το τελευταίο κυμάνθηκε σε ύψος χαμηλότερο του Ολύμπου και έτσι το βουνό λειτούργησε ως «φυσικό σύνορο». H Ήπειρος εμφανίζεται στους χάρτες "καθαρή" από ραδιενέργεια. Αντίθετα η Θεσσαλία, η Κεντρική Μακεδονία και τμήμα της Στερεάς Ελλάδας παρουσιάζουν υψηλές συγκεντρώσεις». To Φίχτι είναι ένα μικρό χωριό στον Νομό Αργολίδας. Λίγες μόνο ημέρες αφού το ραδιενεργό νέφος ήρθε στην Ελλάδα, μια τοπική βροχή ξέσπασε πάνω από το χωριό και στην περιοχή περιμετρικά του. Τα ραδιενεργά στοιχεία έπεσαν στο έδαφος. Αυτό το μικρό χωριό παρουσίασε - και εξακολουθεί να παρουσιάζει έως σήμερα - υψηλές τιμές καισίου.
«Τσερνόμπιλ: Το πικρό δίδαγμα»
Στο πλαίσιο της φετινής επετείου των 25 χρόνων από το ατύχημα, μια ομάδα της Greenpeace ταξίδεψε στην Ουκρανία και διαπίστωσε πως οι ολέθριες συνέπειες είναι εμφανείς μέχρι σήμερα.
Τα άσχημα νέα για ένα ενδεχόμενο πυρηνικό ατύχημα στην Ιαπωνία βρήκαν την ακτιβίστρια της Greenpeace Ασλιχάν Τάμερ στο Τσερνόμπιλ και κατέγραψε τις αντιδράσεις των ντόπιων.
«Ήμασταν στο Τσερνόμπιλ, όταν έφθασε η είδηση από την Ιαπωνία και είδα τα πρόσωπα των ανθρώπων. Χωρίς λόγια, μόνο να έβλεπε κανείς την έκφρασή τους. Μας έλεγαν πως δεν ξέρουμε τι θα συμβεί τώρα στην Ιαπωνία, ξέρουμε όμως πώς θα είναι τα πράγματα μετά από 25 χρόνια».
Και η Ασλιχάν Τάμερ συνεχίζει:
«Ταξιδέψαμε σε περιοχές που είναι αρκετά μακριά από την αποκλεισμένη περιοχή και διαπιστώσαμε πως υπάρχει ένας πολύ μεγάλος βαθμός μόλυνσης κυρίως όσον αφορά το γάλα και μια σειρά από τρόφιμα. Οι άνθρωποι είναι εκτεθειμένοι στη ραδιενεργό μόλυνση ακόμα και σήμερα μέσω της διατροφικής αλυσίδας».
Τα παιδιά τα μεγαλύτερα θύματα
Κυρίως τα παιδιά υποφέρουν περισσότερο από όλα, επισημαίνει η ακτιβίστρια της Greenpeace: «Διαπιστώσαμε πως τα παιδιά υποφέρουν από γενετικές διαταραχές. Πρόκειται για παιδιά που οι γονείς τους εκτέθηκαν στην ακτινοβολία πριν από 25 χρόνια. Μερικές φορές λείπουν τα εσωτερικά όργανα και συχνά αντιμετωπίζουν προβλήματα με την καρδιά», λέει η Ασλιχάν Τάμερ.
«Έξω από τη ζώνη των 20 χιλιομέτρων ζουν ακόμα άνθρωποι και μπορούν να εισπνεύσουν ιώδιο 131. Αυτό είχε και τις μεγαλύτερες επιπτώσεις στο Τσερνόμπιλ, διότι συγκεντρώνεται στο θυρεοειδή».
Στη Λευκορωσία, το ποσοστό προσβολής από καρκίνο του θυρεοειδούς εκατονταπλασιάστηκε μέσα σε δέκα χρόνια. Δύο εκατομμύρια παιδιά στην Ουκρανία –το ένα έκτο του παιδικού πληθυσμού– και 500.000 στη Λευκορωσία και στη Ρωσία εξακολουθούν να ζουν σε περιοχές αυξημένης ραδιενέργειας. H Ευρωπαϊκή Εταιρεία Καρκίνου του Θυρεοειδούς εκτιμά ότι χιλιάδες παιδιά που έχουν εκτεθεί στη ραδιενέργεια θα αναπτύξουν καρκίνο του θυρεοειδούς στα επόμενα 30 χρόνια. Στη Λευκορωσία, οι ανωμαλίες των οστών και των μυών έχουν αυξηθεί κατά 62%, οι διαταραχές του νευρικού συστήματος και των αισθητηρίων οργάνων κατά 43% και του πεπτικού συστήματος κατά 23%.
Το ιώδιο 131 είναι καρκινογόνο και οι συνέπειες άμεσα εμφανείς. Το δίδαγμα του Τσερνόμπιλ είναι πράγματι πικρό. Οι συνέπειες του τραγικού δυστυχήματος είναι μέχρι σήμερα εμφανείς. Παρόμοια θα είναι η μοίρα και των Ιαπώνων, εκτιμούν οι άνθρωποι της Greenpeace.
Τα γεγονότα στην Ιαπωνία έχουν επιφέρει εξελίξεις και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού στο έκτακτο συμβούλιο των Yπουργών Eνέργειας, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα, αποφασίστηκε να τεθούν όλοι οι πυρηνικοί αντιδραστήρες της Ευρώπης σε ένα «τεστ-αντοχής».
Η Greenpeace υποστηρίζει ότι το «τεστ-αντοχής» δεν πρόκειται να επιφέρει ουσιαστικά αποτέλεσμα, εφόσον στηρίζεται σε χαλαρά κριτήρια αυστηρότητας που ορίζονται από την ίδια τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας.
Η Greenpeace ζητά από τους Ευρωπαίους ηγέτες να πάρουν την απόφαση και να αποσύρουν άμεσα όλους τους παλαιότερους του 1980 πυρηνικούς σταθμούς, αλλά και να ανακοινώσουν την ταχύτατη ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, που θα εξασφαλίσει την απεξάρτηση από τα πυρηνικά, μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες.
Χωρίς σχόλια. Οι εικόνες μιλούν από μόνες τους...
Πηγές: Βικιπαίδεια, www.ecocity.gr, Greenpeace, dw-world.de
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου